Τώρα, που είναι κάπως γερασμένοι, πιο μόνοι, πιο σκυφτοί και πιο ευσυγκίνητοι,
μήπως είναι η δική μας σειρά να τους πούμε:
«Να σου δώσω ένα φιλάκι, να περάσει;»

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2020

Ο κυνισμός και η ψυχρότητα των ανθρώπων

Με συγκλονίζει ο κυνισμός και η ψυχρότητα των ανθρώπων που μετράνε σε ηλικίες τους θανάτους από Κορονοϊό. 
«Έλα μωρέ, 75 χρονών ήταν, 80 χρονών ήταν, 90 χρονών ήταν, θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς»
Σκέφτομαι τον μπαμπά μου που είναι 83μισό και τη μαμά μου που είναι 72.
Τη μαμά μου που το δέρμα της είναι βελούδο, καλύτερο από το δικό μου, τα υπέροχα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών της που όταν τα βάφει, καμαρώνω σαν το γύφτικο σκεπάρνι. 

Που όποτε κι αν πάω στο πατρικό μου απροειδοποίητα είναι πάντα ντυμένη στην τρίχα σε αντίθεση με μένα που κυκλοφορώ στο σπίτι σαν κυράτσα. 
Που μόλις ανοίγει την πόρτα φτιάχνει το μαλλί της με τα χέρια της και όποτε τη φιλάω μυρίζει φρεσκάδα και αφρόλουτρα. 
Που συνεχίζει να μου μαγειρεύει όσα θέλω, 
που δεν κουράζεται ποτέ για όσους αγαπάει. 
Που πριν λίγο μου τηλεφώνησε για να μου πει: Κική έχω μια ανήθικη πρόταση να σου κάνω. Λουκάνικα ψητά με πιττούλες.
 

Σκέφτομαι τον μπαμπά μου που λείπει 2μιση μήνες στο χωριό του κι είναι μόνος 2μιση μήνες. 
Που μαγειρεύει μόνος του, καθαρίζει το σπίτι μόνος του, που πηγαίνει 2 φορές τη μέρα στη θάλασσα και περηφανεύεται σαν μωρό παιδί ότι έφτασε τα 100 μπάνια. 
Που ψάχνει να βρει από το σούπερ τις κονσέρβες με σολομό σε νερό που τρώω, που αγοράζει τις αγαπημένες μου φλογητιανές ντομάτες και μου στέλνει... 
που μαθαίνει στην ξαδέρφη μου πώς να τινάζει τα αγγούρια και να διαλέγει τα καλά. 
Που μου τηλεφωνεί σχεδόν κάθε μέρα και μου λέει μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ.
 

Άι σιχτίρ ρε ανθρωποειδή που μπερδεύετε τον φυσικό από ηλικία θάνατο ή τον αναπάντεχο από μια αρρώστια που δεν είναι μεταδοτική και κολλητική, όπως το έμφραγμα, η ανακοπή, ο καρκίνος, με τον Κορονοϊό. 
Που μετατρέψατε σε φυσιολογικότητα το χαμό ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας από σας.
 

Ας κολλήσω κι εγώ λοιπόν... 45 είμαι, πολύ μεγαλύτερη από κάποιον 25 χρονών. 
Έχω και υποκείμενο νόσημα, ας διασωληνωθώ κι ας καταλήξω. 
Που χαμπάρι δεν παίρνει κανείς σας ότι έχω Διαβήτη 42 χρόνια κι αν δεν το έλεγα θα φαινόμουν πιο γερή και πιο δυνατή κι από ελέφαντα.

* Από τους 23 διασωληνωμένους στις ΜΕΘ οι 13 είναι από 17 χρονών μέχρι 64.

Κίκα Σαμουρκασίδου

Τρίτη 11 Αυγούστου 2020

«Για τον παππού μου που δεν θα με ξαναπάρει από το σχολείο»

«Ο παππούς που πήγε μαμά; Δεν θα τον ξαναδώ;»

Αυτή ήταν η ερώτηση του μικρού παιδιού μου όταν ο παππούς έφυγε για πάντα από κοντά μας. «Έγινε αστέρι. Είναι ψηλά στον ουρανό».

«Μα ο ουρανός έχει εκατομμύρια αστέρια. Ποιο από όλα είναι ο παππούς; Πως θα το καταλάβω;» Ερωτήσεις πάνω στις ερωτήσεις. Πως να εξηγήσω τον θάνατο σε ένα τόσο μικρό παιδί;

«Τη νύχτα που λάμπουν τα αστέρια, σήκωσε τα μάτια σου και κοιτά. Στο αστέρι που θα σταματήσει η μάτια σου, στο αστέρι που θα κοιτάξεις επίμονα, το αστέρι που θα μαγνητίσει το βλέμμα σου, αυτός είναι ο παππούς σου. Θα σε κοιτά από ψηλά. Θα σε προσέχει».

«Μα όταν ξημερώνει, τα αστέρια χάνονται. Τότε, την ημέρα, δεν θα μπορώ να τον δω. Ούτε αυτός εμένα».

«Τα αστέρια είναι πάντα στον ουρανό. Απλά ο ήλιος είναι πιο δυνατός και καλύπτει το φως των αστεριών. Γιαυτό δεν τα βλέπεις. Το αστέρι του παππού είναι πάντα εκεί».

«Ναι, όμως ποιος θα μου παίρνει τυρόπιτα το πρωί πριν το σχολείο ; Ποιος θα με πάει βόλτα στο πάρκο τα απογεύματα; Δεν γίνεται. Θέλω τον παππού μου να είναι δω. Δίπλα μου».

«Τυρόπιτα θα σου παίρνω εγώ. Και αργότερα, όταν μεγαλώσεις με την παρέα σου, θα ξεδιπλώνεις τις αναμνήσεις σου μια μια. Και όταν τρως τυρόπιτα θα θυμάσαι τα μοσχομυριστά πρωινά με τον παππού σου. Θα είναι σαν να σου κρατά το χέρι πάλι και να σε πηγαίνει στο φούρνο για να σου πάρει όλα αυτά που λαχταράς Θα δεις ότι η γεύση στο νου σου θα αλλάζει. Θα γίνεται πιο νόστιμη. Και αυτή η απλή, αδιάφορη τυρόπιτα θα γίνεται πιο σημαντική. Πιο σπάνια. Γιατί θα ξέρεις ότι μέσα σου υπάρχει η αγάπη. Υπάρχουν οι αναμνήσεις. Αυτές που έφτιαξε ο παππούς μαζί σου. Αυτές που χτίσατε μαζί χέρι χέρι».

«Θέλω όμως να τον βλέπω. Τι; Θα κοιτώ πάντα τα αστέρια και θα ψάχνω να τον βρω;»

«Όχι. Δεν χρειάζεται. Το αστέρι του παππού σου είναι μέσα στην καρδιά σου. Με τα μάτια της αγάπης θα τον βλέπεις. Όσο τον αγαπάς και τον έχεις κλεισμένο στην καρδιά σου είναι εκεί. Οι άνθρωποι φεύγουν από δίπλα μας όταν τους ξεχνάμε».

Με άκουγε με προσοχή. Είμαι βέβαιη ότι είχε απορίες. Δεν μπορούσε να συλλάβει επακριβώς αυτά που έλεγα. Την περιπλοκότητα του πράγματος. Την πολυδιάστατη έννοια της αγάπης. Η απουσία ήταν αισθητή έτσι κι αλλιώς. Η βροντερή φωνή του έλειπε. Έλειπαν τα αστεία του, οι βόλτες με το αυτοκίνητο, οι κρυμμένες σοκολάτες μέσα στις γλάστρες. Όμως αυτά που προσπαθούσα να τους πω ήταν η παρηγοριά αλλά και η αλήθεια. Τα παιδιά πρώτα από όλα διαβάζουν με την καρδιά. Μετά με τα μάτια. Αποζητούσε να ακούσει λόγια συμπαράστασης για το μεγάλο κενό που ένιωθε. Που ένιωθα…

«Δεν θα έρθει όμως στην αποφοίτηση του δημοτικού, ούτε στους αγώνες μπάσκετ. Δεν θα είναι εκεί όταν θα παίρνω το πτυχίο στο Πανεπιστήμιο. Δεν θα είναι. Ούτε θα με περιμένει έξω από το σχολείο όπως κάθε μεσημέρι…»

«Θα λάμπει πάντα μέσα σου. Και στον αγώνα θα σε χειροκροτά από ψηλά. Θα χαίρεται. Θα το νιώσεις. Μην ανησυχείς. Φεύγουν κάποιοι αγαπημένοι μας από τη ζωή, αλλά είναι πάντα μαζί μας». Για το σχολείο το προσπέρασα, δεν είχα κάτι να απαντήσω… Το κενό αγεφύρωτο…

«Μα, δεν μπορώ να τα καταλάβω όλα αυτά. Ο παππούς πέθανε».

«Δεν χρειάζεται να καταλάβεις. Μέσα σου έχεις κλεισμένα όλα τα χρόνια που έζησες μαζί του. Για σκέψου…τότε στην παραλία που χτίζατε πυργάκια… Τότε που είχε ντυθεί Άι Βασίλης για να φέρει τα δώρα… τότε που…, τότε που…. Θυμάσαι;»
 

Χαμογέλασε με ένα πλατύ χαμόγελο σαν να έβλεπε άλμπουμ με τις συγκεκριμένες φωτογραφίες. Και άλλες πολλές. Και αυτές που απαθανάτισε η φωτογραφική μηχανή, αλλά και άλλες, που αποθανατίζεις μόνο με τα μάτια της καρδιάς. Στιγμές, άπειρες στιγμές συναισθημάτων, που ξαφνικά γίνονται εικόνες. Και οι εικόνες σε κατακλύζουν. Και η αγάπη είναι εκεί. Τότε, καταλαβαίνεις ποσό αγαπήθηκες και ποσό αγαπάς.

«Τον αγαπώ τον παππού πολύ».

«Βλέπεις; Η αγάπη δεν έχει εικόνα. Αγαπάς από την καρδιά. Αγαπάς, ότι σου χάρισε. Ότι σου έμαθε. Αγαπάς αυτό ακριβώς που ήταν ο παππούς. Όλα αυτά δεν ξεριζώνονται από την καρδιά σου. Οι αναμνήσεις που σου χάρισε δεν θα μπορέσουν να διαγραφούν ποτέ από την μνήμη σου».

Το βράδυ βγήκε στο μπαλκόνι κι ας έκανε ψύχρα. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον ουρανό. Παρατηρούσα από μακριά. Έμεινε κάμποσα λεπτά της ώρας έτσι. Σαν να έψαχνε κάτι. Σίγουρα έψαχνε και αυτό που γύρευε το βρήκε. «Καληνύχτα παππού», άκουσα να ψιθυρίζει. Αποτραβήχτηκα απαλά στις μύτες των ποδιών μου για να μην με ακούσει και χώθηκα στην κρεβατοκάμαρα μου. Δεν ήθελα να χαλάσω την μαγική αυτή στιγμή. Το άγγιγμα ψυχής που ένιωσε όταν κοίταξε ψηλά στον ουρανό.

Είχε βρει το δικό του αστέρι.