Τώρα, που είναι κάπως γερασμένοι, πιο μόνοι, πιο σκυφτοί και πιο ευσυγκίνητοι,
μήπως είναι η δική μας σειρά να τους πούμε:
«Να σου δώσω ένα φιλάκι, να περάσει;»

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

Πεθαίνοντας μόνοι με τις αναμνήσεις τους

Συγκίνηση έχει προκαλέσει αυτή η ζωγραφιά που κάνει τον γύρω του διαδικτύου δείχνοντας έναν παππού να είναι διασωληνωμένος στο νοσοκομείο.

Στην εικόνα ο ηλικιωμένος φαίνεται να δακρύζει στην σκέψη πως μπορεί να μην δει ξανά και να αγκαλιάσει τον εγγονό του, ο οποίος και είναι η μοναδική του σκέψη όσο παλεύει τον κοροναϊό στο νοσοκομείο.

Το σκίτσο μας υπενθυμίζει το πόσο σημαντικό είναι το να μένουμε σπίτι αυτές τις μέρες, προστατεύοντας τις ευπαθείς ομάδες και κυρίως τους ηλικιωμένους. 

Συγκινητική εικόνα από Δαμασκηνιά

Βέβαια πέρα τα σκίτσα συγκινητικές είναι και εικόνες βγαλμένες από την πραγματική ζωή που αποτυπώνουν την αγωνία των ηλικιωμένων για τον κοροναϊό.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η φωτογραφία με τους παππούδες που βρίσκονται σε καραντίνα στη Δαμασκηνιά Κοζάνης με αποτέλεσμα να χαιρετούν από το παράθυρο τα εγγόνια τους.

Σε αυτήν την εικόνα που έδωσε στην δημοσιότητα ο ANT1 φαίνονται οι παππούδες -που είναι θετικοί στον κοροναϊό- να χαιρετούν τα εγγόνια τους μέσα από κλειστό τζάμι του παραθύρου. Η φωτογραφία τραβήχτηκε από τη μαμά των παιδιών, που δεν μπόρεσε να κρύψει τη συγκίνησή της.

in.gr

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2020

Το πιο φθηνό φάρμακο για τον εγκέφαλο και τη μακροζωία…

Το να έχει ο άνθρωπος ένα σταθερό σκοπό στη ζωή του, μπορεί να τον προστατεύσει καλύτερα από την άνοια και το Αλτσχάιμερ όσο περνάνε τα χρόνια, σύμφωνα με μία νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα, που δείχνει ότι οι ηλικιωμένοι πρέπει να μην έχουν απάθεια και κατάθλιψη, αλλά, αντίθετα, να αισθάνονται ότι ζουν για κάποιο σκοπό.

Οι ερευνητές, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο ψυχιατρικό περιοδικό “Archives of General Psychiatry” του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου, διαπίστωσαν ότι, για κάποιο λόγο, όσοι άνθρωποι αισθάνονται περισσότερο από τους άλλους ότι έχουν ένα σκοπό στη ζωή τους, είναι αυτοί που, ακόμα κι αν έχουν στον εγκέφαλό τους τα φυσικά σημάδια της άνοιας και του Αλτσχάιμερ, τα καταφέρνουν καλύτερα να μην επηρεάζονται αρνητικά από αυτά, όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο.

Οι ερευνητές μελέτησαν τα τεστ που είχαν δοθεί σε περίπου 250 ηλικιωμένους, οι οποίοι αργότερα πέθαναν και οι εγκέφαλοί τους ελέγχθηκαν μέσω νεκροψίας για να διαπιστωθεί σε ποιό βαθμό ήταν προχωρημένη η εξάπλωση των σημαδιών της άνοιας. Προτού οι συμμετέχοντες πεθάνουν, οι ερευνητές τους είχαν ζητήσει να προσδιορίσουν κατά πόσο αισθάνονται ότι έχουν ένα σκοπό στη ζωή τους και αν βρίσκουν συγκεκριμένο νόημα σε αυτήν. Η ύπαρξη στόχου θεωρείται από τους ψυχολόγους δείκτης ψυχικής υγείας και ικανοποίησης στην προσωπική ζωή.

Έδωσαν ένα ψυχολογικό τεστ στους ηλικιωμένους από το οποίο αξιολόγησαν σε ποιο βαθμό οι τελευταίοι όντως αισθάνονταν ότι ζουν για κάποιο σκοπό. Η μεταθανάτια μελέτη του εγκεφάλου των ατόμων αυτών επέτρεψε στους επιστήμονες να συσχετίσουν το ψυχικό βίωμα καθενός, όσον αφορά το σκοπό και την αξία της ζωής του, με την μεταθανάτια κατάσταση του εγκεφάλου του.

Όπως διαπιστώθηκε, ακόμα και ανάμεσα σε εκείνους τους ηλικιωμένους που είχαν πολλά σημάδια άνοιας (τις χαρακτηριστικές «πλάκες» που προκαλούν το θάνατο των νευρωνικών εγκεφαλικών κυττάρων), όσοι, όσο ζούσαν, αισθάνονταν ότι είχαν ένα σκοπό, ήσαν αυτοί που επηρεάζονταν λιγότερο αρνητικά από την πρόοδο της νευροεκφυλιστικής νόσου και τη σταδιακή έκπτωση των νοητικών λειτουργιών τους.

Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι, κατά μέσο όρο, τα άτομα μ’ ένα σκοπό στη ζωή τους είχαν περίπου 30% βραδύτερη επιδείνωση των νοητικών λειτουργιών τους σε σχέση με όσους σε μικρό μόνο βαθμό θεωρούσαν ότι ζούσαν για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Δεν είναι ακόμα σαφές για ποιό λόγο και μέσα από ποιο βιολογικό μηχανισμό ο σκοπός στη ζωή συσχετίζεται με την καλύτερη υγεία του εγκεφάλου στα γεράματα. Εξάλλου, από την μελέτη προκύπτει ότι οι πιο μορφωμένοι φαίνεται να είναι πιο ικανοί στο να επιβραδύνουν την άνοια.

real.gr

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

Όταν το σπίτι χωρούσε και τον παππού και τη γιαγιά…

Είχα πάρει μια μέρα τα δυο μου εγγονάκια και τα πήγα μια βόλτα στο δημοτικό πάρκο να παίξουν.  Κάπου εκεί σε μια γωνιά, ανάμεσα στις συστάδες των δέντρων, κάθισα σ’ ένα παγκάκι κι άρχισα να διαβάζω την εφημερίδα μου, προσέχοντας συγχρόνως και τα παιδιά που έπαιζαν.
Στο διπλανό παγκάκι κάθονταν δυο συμπαθητικά γεροντάκια, που με την πρώτη ματιά, σου έδιναν την εντύπωση μοναχικών κι ανήμπορων ανθρώπων. Συζητούσαν μεταξύ τους συνέχεια, και μάλιστα με τέτοιο πάθος κι ένταση, λες κι ήταν σκασμένοι για κουβέντα, λες κι είχαν να μιλήσουν χρόνια. Συζητούσαν κι έλεγαν τα παράπονά τους, για τα χρόνια που πέρασαν, για τη μοναξιά του σήμερα, για το αύριο που μπορεί να είναι χειρότερο του χθες.....
      Δεν ήθελα να γίνομαι αδιάκριτος, αλλά κάθονταν τόσο κοντά μου, που ακόμη και να μην ήθελα, μπορούσα ν’ ακούω όλα  εκείνα που έλεγαν :
       «Ένας πατέρας μπορεί να μεγαλώσει και να συντηρήσει  δέκα ή ακόμη και δέκα πέντε παιδιά, αν χρειασθεί, όμως δέκα πέντε παιδιά δε μπορούν  να συντηρήσουν έναν πατέρα». 
         Έχω πέντε παιδιά κι οκτώ εγγόνια, συνέχισε να λέει ο ένας από τους δυο, και πάνε τώρα πέντε μήνες και κανένα από αυτά δεν ήλθε να μ’ ανοίξει την πόρτα. Δεν λέω, με παίρνουν καθημερινά στο  τηλέφωνο και με ρωτούν τι κάνω, αλλά εγώ ήθελα να έρθουν να τους δω και να σφίξω στην αγκαλιά μου τα εγγονάκια μου, που τόσο επιθύμησα !
          Δεν ζητώ να με  συντηρήσουν , ούτε να μου φέρουν κάτι,  «δοξασμένος ο Θεός!» έχω τη  συνταξούλα  μου, παίρνω εξακόσια ευρώ το μήνα, μου φθάνουν και μου περισσεύουν, άλλωστε,  πού να τα χαλάσω;
        Λίγο σπανακόρυζο το μεσημέρι, ένα γιαουρτάκι με δύο τοις εκατό λιπαρά το βράδυ, μου είναι αρκετά, άντε να πληρώσω ακόμη τα κοινόχρηστα και τη συμμετοχή μου στα φάρμακα, θέλω σου λέω, μόνο  να έρχονται και να τους βλέπω, δεν αντέχεται η μοναξιά !

 — Δεν είσαι ο μόνος που νοιώθει έτσι φίλε μου, του απαντά ο άλλος.  

Κι εγώ από τότε που έχασα την γυναίκα μου, καθημερινά βιώνω τη σκληρή μοναξιά! Τα βράδια ο ύπνος αργεί να με πάρει, μόνος μου στριφογυρίζω στους τέσσερις άδειους τοίχους, κοιτάζω τα παλιά αντικείμενα, τις φωτογραφίες, τα έπιπλα και μιλάω με τα φαντάσματα….
        Κάπου-κάπου ανοίγω την τηλεόραση, ν’ απασχολήσω λίγο την σκέψη μου μήπως και ξεχάσω, αλλά δυστυχώς τίποτα δεν μπορεί ν’ αναπληρώσει την απουσία των αγαπημένων μου προσώπων…..

         Είχα αφήσει την εφημερίδα μου στην άκρη, χωρίς να την διαβάσω, κι άκουγα τα δυο γεροντάκια που μιλούσαν. Ειλικρινά, ψυχοπλακώθηκα με όλα εκείνα που τους πλήγωναν. Αναρωτιόμουν μέσα μου κι έλεγα:  Γιατί γίναμε έτσι οι άνθρωποι;
        Αδιάφοροι, μονόχνοτοι, κλειστήκαμε στο καβούκι μας και χάσαμε κάθε ανθρώπινη επαφή. Νοιαζόμαστε διαρκώς για το μέλλον μας και κυρίως για το μέλλον των παιδιών μας και δεν απολαμβάνουμε το σήμερα, δε χαιρόμαστε την κάθε του στιγμή.
         Μήπως, πρέπει να φροντίσουμε να δοθεί στα παιδιά μας καλύτερη παιδεία και περισσότερη ανθρωπιστική μόρφωση, για να μάθουν πρώτα να σέβονται τον ίδιο τους τον εαυτό,  ώστε να μπορέσουν αργότερα με τα δικά τους αποθέματα να σεβαστούν κι εμάς, αφού στη θέση τη δική μας είναι σίγουρο, πως κάποια στιγμή θα έλθουν….
Κι ενώ έκανα αυτές τις σκέψεις ξαφνικά ένοιωσα πίσω μου δυο  μικρά χεράκια να μ’ αγκαλιάζουν και μια φωνούλα  να μου λέει: «Παππού σ’ αγαπώ πολύ, γιατί είσαι ο καλύτερος παππούς του κόσμου». Γύρισα κι αντίκρισα την  πεντάχρονη εγγονούλα  μου, που ήταν μαζί με το δίχρονο αδελφάκι της.
        Αφού χόρτασαν παιχνίδι και κουράστηκαν ήλθαν και κάθισαν κοντά μου, πλησίαζε η ώρα για αναχώρηση.
        Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα αν ήμουν ο καλύτερος παππούς του κόσμου, άλλωστε θα ήταν υπερβολή αν ισχυριζόμουν κάτι τέτοιο, σίγουρα όμως ένοιωθα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου !.....

         Γυρίζοντας στο σπίτι, εκείνο το βράδυ είχα χάσει κι εγώ τον ύπνο μου, από τη μια σκεπτόμουν τα δυο γεροντάκια του πάρκου κι από την άλλη τις  παλιές-καλές εκείνες εποχές, όταν το σπίτι χωρούσε και τον παππού και τη γιαγιά……
        Το πρώτο χέρι που άγγιζε το μέτωπο κι έδιωχνε τον εφιάλτη του παιδικού ύπνου ήταν της γιαγιάς. Η ψυχή του κάθε σπιτιού, η πιο ζεστή αγκαλιά μετά τη μητρική. Εκείνη που το πρωί ξυπνούσε πρώτη και πλάγιαζε τελευταία, και στο τραπέζι καθόταν άκρη-άκρη στην καρέκλα, για να’ ναι έτοιμη να πεταχτεί στην κουζίνα, μην λείψει τίποτε. Τυχερά τα σπίτια που είχαν και παππού να παίζει με τα αγόρια.

        Οι  παππούδες κι οι γιαγιές  ήταν η προσωποποίηση της γαλήνης και της πείρας, το καταφύγιο κάθε σκανταλιάς. Οι μόνοι που μπορούσαν να γλιτώσουν τα εγγόνια από την τιμωρία των γονιών. Τα εγγόνια είναι «δυο φορές παιδιά», δυο φορές αγαπημένα.  Στα χρόνια που κυλούσαν αυτοί ήταν οι  θεματοφύλακες  του σπιτιού. Κι όταν ήρθαν τα δύσκολα,  ο πόλεμος, η πείνα, αυτοί ήταν που έδεναν την οικογένεια, έδιναν κουράγιο στον πατέρα  που έτρεχε να βρει φαγώσιμα για τα παιδιά και φάρμακα όταν οι αρρώστιες χτυπούσαν την πόρτα.
Τι να πεις στα σημερινά παιδιά,  για εκείνα τα παιδιά που έπαιζαν στους χωματένιους δρόμους και στις αλάνες της γειτονιάς, τότε που περνούσε ένα αυτοκίνητο την ημέρα…..
     Εκείνα τα παιδιά της επαρχίας, που ποτέ γι’ αυτά δεν υπήρχε χρόνος για διακοπές και ξεκούραση, ακόμη και τα καλοκαίρια που στο σχολείο σταματούσαν τα μαθήματα, εκείνα ολημερίς ακολουθούσαν τους  γονείς τους στα χωράφια και στις δουλειές.  Μόνο τα Σαββατοκύριακα αν έβρισκαν λίγο χρόνο και τα χρήματα φυσικά, που ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν, πήγαιναν κινηματογράφο στο «ΙΝΤΕΑΛ» ή στο «Ελληνίς». Έτρωγαν παγωτό ξυλάκι και η ζακέτα, καλοσιδερωμένη, να κρέμεται στο μπράτσο για την ψύχρα. Τι συντροφιά, Θεέ μου!  Αυτές οι ευωδιές από το γιασεμί, τις μπουκαμβίλιες και τα γαρίφαλα!  

              Θυμάμαι το σπιτάκι μας. Ένα ισόγειο χαμηλό κτίσμα δυο δωματιάκια όλο κι όλο,  κατασκευασμένο από καδρόνια, καλάμια και πηλό, που τα καλοκαίρια οι δυο μουριές της αυλής, ο κισσός και η μπουκαμβίλια, σαν επιχρίσματα κάλυπταν τις πλευρές του, το έκρυβαν και το έκαναν αόρατο. Τα μόνα που διέκρινες ήταν τα πράσινα ξύλινα πορτοπαράθυρα. Κι όμως εκείνο το σπιτάκι ήταν αρκετό για να φιλοξενήσει όχι μόνο τη δεκαμελή οικογένειά μας, αλλά όταν χρειαζόταν, κι αρκετούς από τους φίλους και συγγενείς.
       Η μάνα μου συχνά έλεγε: « Όλοι οι καλοί χωράνε! ».

      Ήταν μια καλοσυνάτη, απλοϊκή γυναίκα, που επάνω της διέκρινες μια παιδική αφέλεια. Εμένα μου άρεσε να την πειράζω:  « Χριστιανή μου » της έλεγα, τι τα ήθελες τόσα παιδιά; Μέχρι τα έξι δικαιολογείσαι, αφού πήγαινες γι’ αγόρι, κι έκανες πέντε κορίτσια στη σειρά…. Όταν όμως το έκτο, είδες πως ήταν αγόρι και μάλιστα πρώτο πράμα! Τι τους ήθελες τους άλλους από πίσω; Να μου μοιράσουν τα λιγοστά χωράφια που έχουμε; Τι σόι κληρονόμο περίμενες; 
       Και τότε αυτή μ’ ένα πλατύ χαμόγελο γεμάτο ικανοποίηση  μου απαντούσε. Τους ήθελα για τον ίδιο λόγο που ήθελα κι εσένα. Έπειτα τί να τα κάνεις εσύ τα παληοχώραφα; Αυτά είναι παιδεμός! Δε βλέπεις την κατάντια μας ; Εσύ αγόρι μου τα παίρνεις τα γράμματα, θα σπουδάσεις και θα βοηθήσεις και τις αδελφές σου να παντρευτούν !
            Αν μάνα της έλεγα, οι αδελφές μου περιμένουν βοήθεια από μένα, σίγουρα θα μείνουν στο «ράφι». Η  μεγάλη μου αδελφή τότε ήταν κόρη της παντρειάς  κι εγώ ήμουν παιδάκι της τρίτης Δημοτικού…..

      Τώρα στους ίδιους δρόμους της γειτονιάς-ασφαλτοστρωμένους πια- περνούν επιθετικά τα αυτοκίνητα, με τους ανθρώπους μέσα παγιδευμένους. Και το περίεργο είναι ότι τους αρέσει και καμαρώνουν. Οι κινηματογράφοι το «Παλλάς», Το «Ριάλτο» και το «Ιντεάλ» έγιναν πολυκατοικίες. Η μοναξιά, γι’ αυτή που έγραψαν οι τραβαδούροι της εποχής, ήρθε πολύ αργότερα, για να εγκατασταθεί στις άδειες μας καρδιές.
Το κρύο έρχεται από μέσα μας, τώρα που το σπίτι δεν χωρά πια τον παραδοσιακό παππού και τη γιαγιά.    
        Γιατί οι σημερινοί παππούδες και γιαγιάδες είναι νέοι κι έχουν δικαιώματα στη ζωή και δεν θέλουν υποχρεώσεις, θέλουν λένε την ανεξαρτησία τους. Δίνουν χρήματα για τα εγγόνια, αλλά όχι χρόνο οι περισσότεροι, κι όμως τα παιδιά έχουν περισσότερο ανάγκη τη στοργή και την αγάπη μας και λιγότερο τα δώρα μας.
        Ως πότε όμως θα τρεφόμαστε με τις αναμνήσεις; ως πότε ένα φωτισμένο κλειστό παραθυρόφυλλο θα φέρνει χτυποκάρδι, γιατί εκεί πίσω από τις γρίλιες, κάποτε, ήταν ο κόσμος μας, που χάσαμε.
        Όσο αδειάζουν οι καρδιές μας τόσο γεμίζουμε το σπίτι μας με παλιά αντικείμενα. Κι όσο φεύγουν κι απομακρύνονται οι άνθρωποι που κάποτε  γέμιζαν τους τέσσερις τοίχους με γέλια, τραγούδια ή παράπονα, τόσο πληθαίνουν τα χαμογελαστά πρόσωπα μέσα στις κορνίζες….. 

Ένα διήγημα του Ανδρέα Μουντούρη 
(Συνταξιούχος εφοριακός-συγγραφέας) 
E - mail :   a.moudouris @ gmail.com
Αναρτήθηκε από ROMIANEWS

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020

Μαθήματα ευτυχίας από μια 83χρονη

Υπάρχουν, πάντα άνθρωποι που μπορούν να μας δώσουν μια μικρή γεύση από τη “σοφία” τους. Όπως στην περίπτωση του γράμματος μιας 83χρονης γυναίκας, η οποία μάς δίνει μαθήματα ζωής…

 Γράφει σε μια φίλη της…

«Αγαπημένη μου φίλη,

Διαβάζω περισσότερο και ξεσκονίζω λιγότερο. Κάθομαι στην αυλή και θαυμάζω τη θέα χωρίς να τρελαίνομαι με τα αγριόχορτα που πάλι βγήκαν στον κήπο. Περνάω περισσότερο χρόνο με την οικογένεια και τους φίλους μου και λιγότερο κάνοντας δουλειές.

Όποτε είναι δυνατό, πρέπει να βλέπουμε τη ζωή σαν ένα σύνολο εμπειριών που πρέπει να απολαύσουμε, όχι να υπομείνουμε. Προσπαθώ να εντοπίσω αυτές τις στιγμές πια και να τις εκτιμήσω.

Δεν “φυλάω” τίποτα. Χρησιμοποιώ το καλό, πορσελάνινο σερβίτσιο για οποιαδήποτε μικρή “ειδική” περίσταση παρουσιαστεί.

Φοράω την καλή μου ζακέτα όταν πηγαίνω για ψώνια.

Δεν κρατάω το ακριβό μου άρωμα για επίσημες συγκεντρώσεις, αλλά το φοράω για τους ταμίες στην τράπεζα και τους υπαλλήλους των καταστημάτων.

Οι φράσεις “κάποτε” ή “μια απ’ αυτές τις μέρες” χάνουν το νόημά τους για ‘μένα. Αν αξίζει να δω, ν’ ακούσω ή να κάνω κάτι, θέλω να το δω, να το ακούσω και να το κάνω τώρα.

Δεν ξέρω τι θα έκαναν οι άνθρωποι αν ήξεραν ότι δεν θα βρίσκονται εδώ αύριο. Πιστεύω ότι θα καλούσαν τους συγγενείς και τους φίλους τους. Ίσως να τηλεφωνούσαν σε μερικού φίλους για να απολογηθούν για παρελθοντικές φιλονικίες. Μ’ αρέσει να σκέφτομαι ότι θα έβγαιναν για να φάνε στο αγαπημένο τους εστιατόριο. Μαντεύω… δεν ξέρω.

Είναι όλα αυτά τα μικρά, μισοτελειωμένα πράγματα που θα με θύμωναν αν ήξερα ότι οι ώρες μου είναι μετρημένες. Θα θύμωνα, επειδή δεν έγραψα τα γράμματα που θα ‘πρεπε να έχω γράψει. Θα θύμωνα επειδή δεν είπα αρκετά στον άντρα και τους γονείς μου πόσο τους αγαπώ.

Προσπαθώ πολύ σκληρά να μην αναβάλω, φυλάξω ή κρατήσω πίσω οτιδήποτε μπορεί να φέρει γέλιο και λάμψη στη ζωή μου.

Και κάθε πρωί, όταν ανοίγω τα μάτια μου, λέω στον εαυτό μου ότι η μέρα που έρχεται είναι μοναδική. Κάθε μέρα, κάθε λεπτό, κάθε ανάσα είναι ένα αληθινό δώρο Θεού.

Ίσως η ζωή μας εξελίχθηκε πολύ διαφορετικά απ’ αυτό που είχαμε θελήσει. Όσο όμως είμαστε εδώ, μπορούμε να χορεύουμε!»

Από τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή

klik.gr

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

Η Κυρά του Αργαλειού

«Για να έρθουν κοντά στο αργαλειό οι νέοι.
Να δουν την ομορφιά του»


Ας ξεχάσουμε την εικόνα κι ας συγκεντρωθούμε μόνο στη φωνή: την ακούμε να διηγείται, σε εξαιρετικά ελληνικά, ιστορίες ζωντανές, να γελάει με τα όσα λέει αλλά και με τα πειράγματά μας. Αποφεύγει τον διδακτισμό, μοιράζει απλόχερα ευχές και είναι πρόθυμη να αποκαλύψει όλα της τα μυστικά. Μυστικά ζωής ή καλύτερα, μακροζωίας.
Δεν μπερδεύεται, δεν χάνει τον ειρμό των σκέψεών της, δεν διακόπτει, δεν μονοπωλεί τη συζήτηση.

«Έρχονται να με δουν για να μάθουν γιατί ζω ακόμη».
Αν τώρα βάλουμε στο ηχητικό και την εικόνα, δεν πιστεύουμε στα μάτια μας.
Μια γυναίκα περιποιημένη, εξαιρετικά καλά στην υγεία της, που τρέχει (στην κυριολεξία, κι ας χρησιμοποιεί βοήθημα) για να φτάσει στον αργαλειό της, που σκαρφαλώνει (και πάλι στην κυριολεξία) για να κάτσει επάνω του και που όλα αυτά τα κάνει για πάνω από 100 χρόνια.
Η Ιωάννα Πρωίου είναι 106 ετών, ξακουστή υφάντρα και Ικαριώτισσα.  
Η Ικαριώτισα Κυρά του Αργαλειού: "Έρχονται να με δουν για να μάθουν γιατί ζω ακόμη». 
  Τον χειμώνα μένει με την οικογένειά της στην Αθήνα και το καλοκαίρι είναι στην Ικαρία…
Όταν ξεπεράσεις το πρώτο σοκ της απίστευτης αυτής εικόνας, θέλεις να κάνεις τα πάντα για να γίνετε φίλες. Και πώς να μη θες, όταν σε αποστομώνει λέγοντας:
«Έρχονται να με δουν απ’ όλο τον κόσμο για να μάθουν γιατί ζω ακόμη».
«Και λοιπόν;».
«Και με χαζομεράνε, πουλάκι μου!».
Η Ιωάννα Πρωίου Δημητριάδου γεννήθηκε στις Ράχες Ικαρίας, το 1911 (θυμίζουμε ότι οι Τούρκοι από το νησί έφυγαν έναν χρόνο μετά).
Ήταν το 12ο μεταξύ δεκατριών παιδιών. Η μητέρα της, Ευθυμία, γεννημένη το 1870, ήταν από τις καλύτερες υφάντρες του νησιού.
Καλύτερη μαθήτριά της ήταν η μικρή Ιωάννα.
«Με μεγάλωσε η μητέρα μου κάτω από το αργαλειό. Είχε ένα σεντούκι ανοιχτό και μωρό που ήμουν με είχε απιθώσει στο ανοιχτό του καπάκι, που ήταν κοίλο.
Με το ένα πόδι δούλευε στο αργαλειό και με το άλλο κούναγε εμένα. Εκεί με μεγάλωσε, μέσα στα χνούδια και τις κλωστές. Το πρώτο παιχνίδι που μου ‘δωσε στα χέρια για να μην κλαίω, ήταν μια κλωστή από ένα χοντρό μάλλινο νήμα. Εγώ έπαιζα με την χοντρή κλωστή, τράβαγα τα νήματα και τόσο ξελογιάστηκα που ξέχασα το κλάμα και μπόρεσε η μάνα μου να κάνει τη δουλειά της.
«Έφτιαχνε παραγγελίες υφαντά και ζούσαμε. Τότε ο κόσμος ντυνόταν με υφαντά – από πανάκια για μωρά, μέχρι εσώρουχα. Υφάσματα ρολό φτιάχναμε – για σεντόνια μέχρι ρούχα. Παίρναμε το μαλλί των ζώων, το κλώθαμε, γινόταν μαλακό και το υφαίναμε. Φτιάχναμε σκεπάσματα, φορέματα, πετσέτες, κοστούμια. Τα πάντα. Ο,τι μπορείς να φανταστείς. Αργότερα, υφαίναμε λινομέταξα. Και ήταν υγιεινά, γιατί ανέπνεαν, δεν είχαν χημικά. Τώρα βγαίνουν τόσες μελέτες που λένε τι κακά υφάσματα κυκλοφορούν. Τα διαβάζω και λέω, να, γιατί να μην ξαναγυρίσουν τα κορίτσια να μάθουν αυτή την τέχνη;».
Παρατηρούμε πως δεν λέει «ο αργαλειός» αλλά «το αργαλειό».
Του απευθύνεται σαν να είναι μικρό παιδί. Όπως ακριβώς είναι και η ίδια.

«Μόλις ξεπετάχτηκα, ανέβηκα κι εγώ στο αργαλειό. Εκεί μεγάλωσα, εκεί ζυμώθηκα. Μια φορά στα κρυφά, μπήκα στο αργαλειό και έτρεμε η ψυχή μου μην μπει η μάνα μου και μου φωνάξει πως της χαλάω το στημόνι. Την περίμενα να έρθει με χτυποκάρδι. Να σου την κι έρχεται. Ρίχνω μια ματιά, να δω πώς με κοίταζε. Και τη βλέπω χαμογελαστή! Και μου λέει «Ιωαννάκι, τα ποδαράκια σου είναι ακόμη κοντά. Να μεγαλώσεις λίγο και θα σε βάλω στο αργαλειό». Αυτό μου ‘δωσε ζωή! Αντί να φάω ξύλο, μου ‘δωσε θάρρος. Η μάνα μου η Ευθυμία ήταν ξακουστή υφάντρα. Και εμένα διάλεξε από τις κόρες της για τη συνέχειά της. Από τα 15 μου ήμουν επαγγελματίας υφάντρα».
  Η Ικαριώτισα Κυρά του Αργαλειού: "Έρχονται να με δουν για να μάθουν γιατί ζω ακόμη».  
Εκατό χρόνια μετά, η κ. Ιωάννα είναι γνωστή ως η Κυρά του Αργαλειού.

Στο νησί της έχει μαθήτριες και έχει δώσει όλη της την περιουσία και την ενέργεια στο να μην εκλείψει αυτή η τέχνη:
«Αν και έχω δώσει τα πάντα για το αργαλειό, πλέον χρειάζομαι βοήθεια. Έχω διαθέσει όλους μου τους πόρους για να εφοδιάσω τα αργαλειά, για να παίρνω τις πρώτες ύλες να μαθαίνουν τα κορίτσια. Μίλησα και στον δήμαρχο Ικαρίας πως τόσα χρόνια είμαι εθελόντρια και πως ό,τι είχα τα ξόδεψα εκεί με ευχαρίστηση και ποτέ δεν σκέφτηκα να πάρω επιδότηση, αλλά πλέον χρειάζεται να βοηθήσουν και άλλοι.

Ψάχναμε, για παράδειγμα, έναν χώρο για να μπουν τα τρία αργαλειά και να μπορούν να μαθαίνουν οι νεότεροι. Σκέφτηκα ένα εγκαταλελειμμένο δωμάτιο, που ήταν σκουπιδότοπος, με σαβούρα, κοντά στο Δημοτικό σχολείο. Ο δήμαρχος βοήθησε, το καθαρίσαμε και το κάναμε το «Σπίτι του αργαλειού»».
  Η Ικαριώτισα Κυρά του Αργαλειού: "Έρχονται να με δουν για να μάθουν γιατί ζω ακόμη».  
Για την ίδια, η τέχνη του αργαλειού δεν είναι κάτι το «σπάνιο» ή το «παραδοσιακό» που γι’ αυτό πρέπει να διατηρηθεί, αλλά κάτι το ζωογόνο που δίνει χαρά:

Είναι σημαντικό να παραμείνει ζωντανό το αργαλειό. Με ρωτάτε γιατί; Γιατί πέρασα τη γύμνια, τη φτώχεια, την πείνα και με έσωσε το αργαλειό μου. Με το αργαλειό μου μεγάλωσα τα παιδιά μου, με το αργαλειό μου έντυνα τον άντρα μου, το σπίτι μου. Με το αργαλειό μου, που τόσο το έχω αγαπήσει, έζησα τη ζωή μου και την οικογένειά μου. Το αργαλειό ντύνει, στολίζει, νοικοκυρεύει!».
Της λέμε ότι ακούγεται σαν διαφημιστικό μήνυμα της δεκαετίας του ΄80. Γελάει. Όλο γελάει… Θα ήθελε να κάνει κάτι άλλο;
«Οχι, μ’ άρεσε να μάθω αυτή την τέχνη και την είχα μεγάλο έρωτα. Με ρωτάς γιατί μ’ αρέσει; Γιατί όλες μου τις στενοχώριες τις πέρασα στο αργαλειό μου και με παρηγορούσε. Πήγαινα εκεί με το κεφάλι μου βαρύ, ωχ τι έπαθα έλεγα, και έμπαινα μέσα στο αργαλειό και άρχιζα να υφαίνω και μόλις έβλεπα να γίνεται το ύφασμα, το μυαλό μου καθάριζε και άρχιζα να τραγουδάω και να δουλεύω και φεύγαν οι πίκρες».
  Η Ικαριώτισα Κυρά του Αργαλειού: "Έρχονται να με δουν για να μάθουν γιατί ζω ακόμη».  
Μέχρι τα τριάντα της ήταν στο νησί και δεν ήθελε να παντρευτεί.
Το 1938, ήρθε στην Αθήνα για ν’ αγοράσει υλικά, αλλά ο πόλεμος την εγκλώβισε στην πρωτεύουσα.
«Ξεκίνησε ο πόλεμος και πού να πάω πια; Ήμουν τότε 30 χρονώ και ανύπαντρη, γιατί είχα έρωτα με το αργαλειό και δεν είχα άλλη ανάγκη τους άντρες. Παντρεύτηκα το ΄41, μες στη φωτιά, για να έχω έναν σύντροφο να παλέψουμε μαζί τον πόλεμο. Και τα παιδιά μας μέσα στον πόλεμο τα κάναμε. Και γυρίσαμε όλη την Πελοπόννησο για να μπορέσουμε να ζήσουμε».
Μας δείχνει μια αχιβάδα. Μέσα είχε ένα ιδιόχειρο σημείωμα που έλεγε: «Το ’42 γυρίζαμε τα χωριά να βρούμε φαγητό. Μακρυά από την Αθήνα, βρέθηκα στις ακτές της Ρούμελης. Μαγειρεύαμε με θάλασσα και εγώ βρήκα αυτή την αχιβάδα και την έκανα πιάτο. Να την φυλάξετε ενθύμιο».  
Η Ικαριώτισα Κυρά του Αργαλειού: "Έρχονται να με δουν για να μάθουν γιατί ζω ακόμη».
(Γλυπτό που αναγνώρισε η ίδια στη φύση και το έσωσε από το τζάκι!
Αναρωτιόμαστε, αν ήταν του Αΐ Ουέι Ουέι, πόσο θα κοστολογούνταν)
Της το διαβάζουμε δυνατά και γελάει:
«Τόσοι πόλεμοι, τόσες δικτατορίες και χαλασμούς, κι όμως αυτή την αχιβάδα την κράτησα, δεν την έχασα, να μου θυμίζει τι περάσαμε. Να μην ξεχάσω. Να μάθουν και οι νεότεροι… Έχω περάσει και άλλα, τόσο άσχημα. Και πάντα λέω, Θέ’ μου, μην έρθουν άλλα. Να μην ξαναγίνει πόλεμος.
«Μας κάναν πολλά κακά οι Γερμανοί και δεν μπορώ να ξεχάσω. Γι’ αυτό σας λέω: το μυστικό της ζωής είναι να μην τα παρατάτε ποτέ. Να έχεις καλή καρδιά. Να μη ζηλεύεις τίποτα απ’ τον άλλο. Να μην είσαι παραδόπιστος. Αν είσαι, αρρωσταίνεις και ταλαιπωρείσαι πώς να τα κονομήσεις. Να δημιουργείς και να χαμογελάς και με ένα πιάτο φαΐ. Και να είσαι δημιουργός. Μα έτσι δεν έγινε από την αρχή; Για να γίνουμε δημιουργοί δεν φτιαχτήκαμε;».
Η Ικαρία είναι η ζωή της. «Έρχομαι στην Αθήνα, βέβαια, να κάνω τις δουλειές μου, αλλά μόλις πατήσω το πόδι μου στην Ικαρία, αμέσως ζωντανεύω. Τόσο καιρό τώρα που είμαι εδώ, είμαι ζαρωμένη. Αλλά με την προσδοκία ότι θα επιστρέψω γρήγορα στο νησί, αγριεύει και πάλι η καρδιά μου».

Μια καρδιά που χτυπάει σαν μικρού παιδιού. Το λένε οι γιατροί;
«Είναι μια χαρά. Σταυροκοπιούνται», μας απαντά η κόρη της, Έλλη, στα 73 της η ίδια.
«Είναι πεισματάρα. Σαν βάλει έναν στόχο, δεν θα κάτσει ήσυχη μέχρι να τον εκπληρώσει. Τώρα θέλει να κάνει μουσείο – το καλύτερο του κόσμου, όπως λέει, με τα γλυπτά από φυσικούς κορμούς δέντρων ενός Ικαριώτη. Στέλνει επιστολές, το ‘χει βάλει πείσμα. Δεν τρέχει να προλάβει τη ζωή – η ζωή δεν προλαβαίνει τη μάνα μου», μας λέει συγκινημένη.
«Τα χρόνια σου τα λες, κ. Ιωάννα;», ρωτάμε.
«Εγώ τα λέω, παιδί μου, οι άλλοι δεν με πιστεύουνε! Τώρα περάσανε τα 100 χρόνια και ούτε το κατάλαβα. Παρ’ όλα τα δύσκολα που πέρασα. Έλα όμως που είχα σύμμαχο και κουράγιο το αργαλειό. Και από εκεί έζησα και από εκεί αγάπησα και δημιούργησα και ζω και σήμερα».
«Έχω πολλή ενέργεια, παιδάκι μου», μου λέει και σταυρώνει τα χέρια της στο στήθος. «Να πάρ’ τη, έχω παραπάνω». «Η πέτρα που μιλάει»
Η Ικαριώτισα Κυρά του Αργαλειού: "Έρχονται να με δουν για να μάθουν γιατί ζω ακόμη».
Πάνω αριστερά: Ο Κουστό… όπως τον είδε έτοιμο και τον αναγνώρισε, πάνω στην πέτρα.
Δεξιά: Στην πέτρα είδε και το κεφάλι του Βουκεφάλα! (δεν το ζωγράφισε – το αναγνώρισε).
Κάτω: «Ποιος σκάλισε αρχαία προτομή πάνω στην πέτρα;» αναρωτιέται η κ. Πρωίου.
«Από μικρό παιδί μπορούσα να ακούω τις πέτρες να μου μιλούν. Πιάνω την πέτρα στη χούφτα μου και τη διαβάζω. Κρατώ ένα μολυβάκι και όταν βλέπω ένα σημάδι το σημειώνω. Και το ένα με το άλλο, όταν ενωθούν, αποκαλύπτουν τα μυστικά της πέτρας. Δεν ζωγραφίζω τις πέτρες – τις διαβάζω και ψάχνω ποια σχέδια έχουν κρυμμένα μέσα τους.
Τα βλέπω ολοζώντανα πάνω στην πέτρα. Σχήματα, μορφές, λουλούδια, ζώα… Δες αυτό: δεν είναι ίδιος ο Κουστό; Σαν να έβαλαν τη φωτογραφία του στην πέτρα. Η θάλασσα τον έχει αποτυπώσει πάνω στην πέτρα. Έχει πεθάνει άραγε ο Κουστό;… Πάντα ξαφνιάζομαι με αυτά που φανερώνονται. Κοίτα να δεις λέω, τι πράγματα! Είδες τι ζωγράφος είναι αυτή η θάλασσα;».
Η Ικαριώτισα Κυρά του Αργαλειού: "Έρχονται να με δουν για να μάθουν γιατί ζω ακόμη».
 Στην αίθουσα του «Ιωνικού Συνδέσμου» στη Ν. Ιωνία, η κ. Ιωάννα έχει δωρίσει μία κούκλα ντυμένη με υφαντά (φωτ. επάνω).

«Για να έρθουν κοντά στο αργαλειό οι νέοι. Να δουν την ομορφιά του», όπως λέει.

dinfo.gr

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2020

Ο κυνισμός και η ψυχρότητα των ανθρώπων

Με συγκλονίζει ο κυνισμός και η ψυχρότητα των ανθρώπων που μετράνε σε ηλικίες τους θανάτους από Κορονοϊό. 
«Έλα μωρέ, 75 χρονών ήταν, 80 χρονών ήταν, 90 χρονών ήταν, θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς»
Σκέφτομαι τον μπαμπά μου που είναι 83μισό και τη μαμά μου που είναι 72.
Τη μαμά μου που το δέρμα της είναι βελούδο, καλύτερο από το δικό μου, τα υπέροχα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών της που όταν τα βάφει, καμαρώνω σαν το γύφτικο σκεπάρνι. 

Που όποτε κι αν πάω στο πατρικό μου απροειδοποίητα είναι πάντα ντυμένη στην τρίχα σε αντίθεση με μένα που κυκλοφορώ στο σπίτι σαν κυράτσα. 
Που μόλις ανοίγει την πόρτα φτιάχνει το μαλλί της με τα χέρια της και όποτε τη φιλάω μυρίζει φρεσκάδα και αφρόλουτρα. 
Που συνεχίζει να μου μαγειρεύει όσα θέλω, 
που δεν κουράζεται ποτέ για όσους αγαπάει. 
Που πριν λίγο μου τηλεφώνησε για να μου πει: Κική έχω μια ανήθικη πρόταση να σου κάνω. Λουκάνικα ψητά με πιττούλες.
 

Σκέφτομαι τον μπαμπά μου που λείπει 2μιση μήνες στο χωριό του κι είναι μόνος 2μιση μήνες. 
Που μαγειρεύει μόνος του, καθαρίζει το σπίτι μόνος του, που πηγαίνει 2 φορές τη μέρα στη θάλασσα και περηφανεύεται σαν μωρό παιδί ότι έφτασε τα 100 μπάνια. 
Που ψάχνει να βρει από το σούπερ τις κονσέρβες με σολομό σε νερό που τρώω, που αγοράζει τις αγαπημένες μου φλογητιανές ντομάτες και μου στέλνει... 
που μαθαίνει στην ξαδέρφη μου πώς να τινάζει τα αγγούρια και να διαλέγει τα καλά. 
Που μου τηλεφωνεί σχεδόν κάθε μέρα και μου λέει μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ.
 

Άι σιχτίρ ρε ανθρωποειδή που μπερδεύετε τον φυσικό από ηλικία θάνατο ή τον αναπάντεχο από μια αρρώστια που δεν είναι μεταδοτική και κολλητική, όπως το έμφραγμα, η ανακοπή, ο καρκίνος, με τον Κορονοϊό. 
Που μετατρέψατε σε φυσιολογικότητα το χαμό ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας από σας.
 

Ας κολλήσω κι εγώ λοιπόν... 45 είμαι, πολύ μεγαλύτερη από κάποιον 25 χρονών. 
Έχω και υποκείμενο νόσημα, ας διασωληνωθώ κι ας καταλήξω. 
Που χαμπάρι δεν παίρνει κανείς σας ότι έχω Διαβήτη 42 χρόνια κι αν δεν το έλεγα θα φαινόμουν πιο γερή και πιο δυνατή κι από ελέφαντα.

* Από τους 23 διασωληνωμένους στις ΜΕΘ οι 13 είναι από 17 χρονών μέχρι 64.

Κίκα Σαμουρκασίδου

Τρίτη 11 Αυγούστου 2020

«Για τον παππού μου που δεν θα με ξαναπάρει από το σχολείο»

«Ο παππούς που πήγε μαμά; Δεν θα τον ξαναδώ;»

Αυτή ήταν η ερώτηση του μικρού παιδιού μου όταν ο παππούς έφυγε για πάντα από κοντά μας. «Έγινε αστέρι. Είναι ψηλά στον ουρανό».

«Μα ο ουρανός έχει εκατομμύρια αστέρια. Ποιο από όλα είναι ο παππούς; Πως θα το καταλάβω;» Ερωτήσεις πάνω στις ερωτήσεις. Πως να εξηγήσω τον θάνατο σε ένα τόσο μικρό παιδί;

«Τη νύχτα που λάμπουν τα αστέρια, σήκωσε τα μάτια σου και κοιτά. Στο αστέρι που θα σταματήσει η μάτια σου, στο αστέρι που θα κοιτάξεις επίμονα, το αστέρι που θα μαγνητίσει το βλέμμα σου, αυτός είναι ο παππούς σου. Θα σε κοιτά από ψηλά. Θα σε προσέχει».

«Μα όταν ξημερώνει, τα αστέρια χάνονται. Τότε, την ημέρα, δεν θα μπορώ να τον δω. Ούτε αυτός εμένα».

«Τα αστέρια είναι πάντα στον ουρανό. Απλά ο ήλιος είναι πιο δυνατός και καλύπτει το φως των αστεριών. Γιαυτό δεν τα βλέπεις. Το αστέρι του παππού είναι πάντα εκεί».

«Ναι, όμως ποιος θα μου παίρνει τυρόπιτα το πρωί πριν το σχολείο ; Ποιος θα με πάει βόλτα στο πάρκο τα απογεύματα; Δεν γίνεται. Θέλω τον παππού μου να είναι δω. Δίπλα μου».

«Τυρόπιτα θα σου παίρνω εγώ. Και αργότερα, όταν μεγαλώσεις με την παρέα σου, θα ξεδιπλώνεις τις αναμνήσεις σου μια μια. Και όταν τρως τυρόπιτα θα θυμάσαι τα μοσχομυριστά πρωινά με τον παππού σου. Θα είναι σαν να σου κρατά το χέρι πάλι και να σε πηγαίνει στο φούρνο για να σου πάρει όλα αυτά που λαχταράς Θα δεις ότι η γεύση στο νου σου θα αλλάζει. Θα γίνεται πιο νόστιμη. Και αυτή η απλή, αδιάφορη τυρόπιτα θα γίνεται πιο σημαντική. Πιο σπάνια. Γιατί θα ξέρεις ότι μέσα σου υπάρχει η αγάπη. Υπάρχουν οι αναμνήσεις. Αυτές που έφτιαξε ο παππούς μαζί σου. Αυτές που χτίσατε μαζί χέρι χέρι».

«Θέλω όμως να τον βλέπω. Τι; Θα κοιτώ πάντα τα αστέρια και θα ψάχνω να τον βρω;»

«Όχι. Δεν χρειάζεται. Το αστέρι του παππού σου είναι μέσα στην καρδιά σου. Με τα μάτια της αγάπης θα τον βλέπεις. Όσο τον αγαπάς και τον έχεις κλεισμένο στην καρδιά σου είναι εκεί. Οι άνθρωποι φεύγουν από δίπλα μας όταν τους ξεχνάμε».

Με άκουγε με προσοχή. Είμαι βέβαιη ότι είχε απορίες. Δεν μπορούσε να συλλάβει επακριβώς αυτά που έλεγα. Την περιπλοκότητα του πράγματος. Την πολυδιάστατη έννοια της αγάπης. Η απουσία ήταν αισθητή έτσι κι αλλιώς. Η βροντερή φωνή του έλειπε. Έλειπαν τα αστεία του, οι βόλτες με το αυτοκίνητο, οι κρυμμένες σοκολάτες μέσα στις γλάστρες. Όμως αυτά που προσπαθούσα να τους πω ήταν η παρηγοριά αλλά και η αλήθεια. Τα παιδιά πρώτα από όλα διαβάζουν με την καρδιά. Μετά με τα μάτια. Αποζητούσε να ακούσει λόγια συμπαράστασης για το μεγάλο κενό που ένιωθε. Που ένιωθα…

«Δεν θα έρθει όμως στην αποφοίτηση του δημοτικού, ούτε στους αγώνες μπάσκετ. Δεν θα είναι εκεί όταν θα παίρνω το πτυχίο στο Πανεπιστήμιο. Δεν θα είναι. Ούτε θα με περιμένει έξω από το σχολείο όπως κάθε μεσημέρι…»

«Θα λάμπει πάντα μέσα σου. Και στον αγώνα θα σε χειροκροτά από ψηλά. Θα χαίρεται. Θα το νιώσεις. Μην ανησυχείς. Φεύγουν κάποιοι αγαπημένοι μας από τη ζωή, αλλά είναι πάντα μαζί μας». Για το σχολείο το προσπέρασα, δεν είχα κάτι να απαντήσω… Το κενό αγεφύρωτο…

«Μα, δεν μπορώ να τα καταλάβω όλα αυτά. Ο παππούς πέθανε».

«Δεν χρειάζεται να καταλάβεις. Μέσα σου έχεις κλεισμένα όλα τα χρόνια που έζησες μαζί του. Για σκέψου…τότε στην παραλία που χτίζατε πυργάκια… Τότε που είχε ντυθεί Άι Βασίλης για να φέρει τα δώρα… τότε που…, τότε που…. Θυμάσαι;»
 

Χαμογέλασε με ένα πλατύ χαμόγελο σαν να έβλεπε άλμπουμ με τις συγκεκριμένες φωτογραφίες. Και άλλες πολλές. Και αυτές που απαθανάτισε η φωτογραφική μηχανή, αλλά και άλλες, που αποθανατίζεις μόνο με τα μάτια της καρδιάς. Στιγμές, άπειρες στιγμές συναισθημάτων, που ξαφνικά γίνονται εικόνες. Και οι εικόνες σε κατακλύζουν. Και η αγάπη είναι εκεί. Τότε, καταλαβαίνεις ποσό αγαπήθηκες και ποσό αγαπάς.

«Τον αγαπώ τον παππού πολύ».

«Βλέπεις; Η αγάπη δεν έχει εικόνα. Αγαπάς από την καρδιά. Αγαπάς, ότι σου χάρισε. Ότι σου έμαθε. Αγαπάς αυτό ακριβώς που ήταν ο παππούς. Όλα αυτά δεν ξεριζώνονται από την καρδιά σου. Οι αναμνήσεις που σου χάρισε δεν θα μπορέσουν να διαγραφούν ποτέ από την μνήμη σου».

Το βράδυ βγήκε στο μπαλκόνι κι ας έκανε ψύχρα. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον ουρανό. Παρατηρούσα από μακριά. Έμεινε κάμποσα λεπτά της ώρας έτσι. Σαν να έψαχνε κάτι. Σίγουρα έψαχνε και αυτό που γύρευε το βρήκε. «Καληνύχτα παππού», άκουσα να ψιθυρίζει. Αποτραβήχτηκα απαλά στις μύτες των ποδιών μου για να μην με ακούσει και χώθηκα στην κρεβατοκάμαρα μου. Δεν ήθελα να χαλάσω την μαγική αυτή στιγμή. Το άγγιγμα ψυχής που ένιωσε όταν κοίταξε ψηλά στον ουρανό.

Είχε βρει το δικό του αστέρι.

Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

Τα Επιτραπέζια Παιχνίδια μειώνουν τον Κίνδυνο Εμφάνισης Άνοιας / Playing board games, cognitive decline and dementia

Τα παιχνίδια δεν προσφέρουν μόνο διασκέδαση, κρατούν τον νου μας σε εγρήγορση. Τουλάχιστον αυτό φαίνεται να είναι το κύριο συμπέρασμα μιας σειράς πρόσφατων μελετών που αναδεικνύουν τα γνωστικά οφέλη των βιντεοπαιχνιδιών.

Για παράδειγμα, ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι μόνο 1 ώρα παιχνιδιού βελτιώνει την προσοχή και άλλες μελέτες έχουν καταδείξει ότι τα παιχνίδια που περιλαμβάνουν σκοποβολή συγκεκριμένα βελτιώνουν τις γνωστικές μας ικανότητες.

Όσον αφορά τους μεγαλύτερους σε ηλικία ενήλικες, τα οφέλη των παιχνιδιών φαίνεται να είναι ακόμα μεγαλύτερα. 
Από εφαρμογές για την εξάσκηση του εγκεφάλου μέχρι 3d video games, όλα τα είδη παιχνιδιού φαίνεται να αντιστρέφουν την γνωστική εξασθένιση που σχετίζεται με την διαδικασία γήρανσης.
Αλλά τι συμβαίνει με τα επιτραπέζια παιχνίδια και τα σταυρόλεξα; Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου θέλησαν να εξετάσουν μια πιθανή σχέση. Ο Drew Altschul από τη Σχολή φιλοσοφίας, Ψυχολογίας και Επιστημών της Γλώσσας συνέγραψε με τους ερευνητικούς του συνεργάτες τα αποτελέσματα μιας ενδιαφέρουσας μελέτης. Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο The Journals of Gerontology.

Ο Drew Altschul από τη Σχολή φιλοσοφίας, Ψυχολογίας και Επιστημών της Γλώσσας συνέγραψε με τους ερευνητικούς τους συνεργάτες τα αποτελέσματα μιας ενδιαφέρουσας μελέτης. Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο The Journals of Gerontology.

Οι επιστήμονες εξέτασαν 1.091 συμμετέχοντες που είχαν γεννηθεί το 1936 και των οποίων τα δεδομένα υπήρχαν ήδη καταχωρημένα από προηγούμενες έρευνες. 
Οι ερευνητές αρχικά αξιολόγησαν τις γνωστικές λειτουργίες των συμμετεχόντων όταν ήταν 11 ετών, και αργότερα στις ηλικίες 70, 73, 76 και 79 ετών μέσω γνωστικών τεστ.
Ως μέρος της νέας έρευνας, οι επιστήμονες ζήτησαν από τους συμμετέχοντες να τους εξηγήσουν πόσο συχνά έπαιζαν επιτραπέζια, χαρτιά, σκάκι, bingo ή σταυρόλεξα στα 70 και στα 76 τους. 
Η ανάλυση βρήκε ότι όσοι έπαιζαν περισσότερο παιχνίδια στα 70 τους ήταν πιθανότερο να διατηρήσουν σε υγιή επίπεδα τις γνωστικές τους λειτουργίες στα μετέπειτα χρόνια.

Παίζουμε επιτραπέζια για να μειώσουμε την γνωστική εξασθένιση
Συγκεκριμένα, όσοι ανέφεραν ότι έπαιζαν επιτραπέζια παιχνίδια στα 70 τους εμφάνισαν λιγότερη γνωστική εξασθένιση από τα 11 τους χρόνια μέχρι τα 70, και λιγότερη εξασθένιση από τα 70 έως τα 79 τους.

Οι ερευνητές σχολίασαν πως η ευεργετική τους αυτή δύναμη δεν οφείλεται στον παράγοντα της κοινωνικοποίησης, αλλά στην πρόκληση που θέτουν στον εγκέφαλό μας, όπως συμβαίνει και με άλλες δραστηριότητες, δηλαδή το διάβασμα, τη γραφή και τη δια βίου μάθηση.
Πηγές