Στο διπλανό παγκάκι κάθονταν δυο συμπαθητικά γεροντάκια, που με την πρώτη ματιά, σου έδιναν την εντύπωση μοναχικών κι ανήμπορων ανθρώπων. Συζητούσαν μεταξύ τους συνέχεια, και μάλιστα με τέτοιο
πάθος κι ένταση, λες κι ήταν σκασμένοι για κουβέντα, λες κι είχαν να μιλήσουν χρόνια. Συζητούσαν κι έλεγαν τα παράπονά τους, για τα χρόνια που πέρασαν, για τη μοναξιά του σήμερα, για το αύριο που μπορεί να είναι χειρότερο του χθες.....
Δεν ήθελα να γίνομαι αδιάκριτος, αλλά κάθονταν τόσο
κοντά μου, που ακόμη και να μην ήθελα, μπορούσα ν’ ακούω όλα εκείνα
που έλεγαν :
«Ένας πατέρας μπορεί να μεγαλώσει και να συντηρήσει δέκα ή ακόμη
και δέκα πέντε παιδιά, αν χρειασθεί, όμως δέκα πέντε παιδιά δε μπορούν
να συντηρήσουν έναν πατέρα».
Έχω πέντε παιδιά κι οκτώ εγγόνια,
συνέχισε να λέει ο ένας από τους δυο, και πάνε τώρα πέντε μήνες και κανένα από αυτά δεν ήλθε να μ’ ανοίξει την πόρτα. Δεν λέω, με παίρνουν καθημερινά στο τηλέφωνο και με ρωτούν τι κάνω,
αλλά εγώ ήθελα να έρθουν να τους δω και να σφίξω στην αγκαλιά μου τα εγγονάκια μου, που τόσο επιθύμησα
!
Δεν ζητώ να με
συντηρήσουν
, ούτε να μου φέρουν κάτι,
«δοξασμένος ο Θεός!»
έχω τη
συνταξούλα
μου, παίρνω εξακόσια ευρώ το μήνα, μου φθάνουν και μου περισσεύουν,
άλλωστε,
πού να τα χαλάσω;
Λίγο σπανακόρυζο το μεσημέρι, ένα
γιαουρτάκι με δύο τοις εκατό λιπαρά το βράδυ, μου είναι αρκετά, άντε να
πληρώσω ακόμη τα κοινόχρηστα και τη συμμετοχή μου στα φάρμακα, θέλω σου λέω, μόνο
να έρχονται και να τους βλέπω, δεν αντέχεται η μοναξιά !
— Δεν είσαι ο μόνος που νοιώθει έτσι φίλε μου, του απαντά ο άλλος.
— Κι εγώ από τότε που έχασα την γυναίκα μου, καθημερινά βιώνω τη σκληρή μοναξιά! Τα βράδια ο ύπνος αργεί να με πάρει, μόνος μου στριφογυρίζω στους τέσσερις
άδειους τοίχους, κοιτάζω τα παλιά αντικείμενα, τις φωτογραφίες, τα έπιπλα και μιλάω με τα φαντάσματα….
Κάπου-κάπου ανοίγω την τηλεόραση, ν’ απασχολήσω
λίγο την σκέψη μου μήπως και ξεχάσω, αλλά δυστυχώς τίποτα δεν μπορεί
ν’ αναπληρώσει την απουσία των αγαπημένων μου προσώπων…..
Είχα αφήσει την εφημερίδα μου στην άκρη, χωρίς να την διαβάσω, κι άκουγα τα δυο γεροντάκια που
μιλούσαν. Ειλικρινά, ψυχοπλακώθηκα με όλα εκείνα που τους πλήγωναν. Αναρωτιόμουν μέσα μου κι έλεγα:
Γιατί γίναμε έτσι οι άνθρωποι;
Αδιάφοροι, μονόχνοτοι, κλειστήκαμε στο καβούκι
μας και χάσαμε κάθε ανθρώπινη επαφή. Νοιαζόμαστε διαρκώς για το μέλλον μας
και κυρίως για το μέλλον των παιδιών μας και δεν απολαμβάνουμε το σήμερα, δε
χαιρόμαστε την κάθε του στιγμή.
Μήπως, πρέπει να φροντίσουμε να δοθεί στα παιδιά μας καλύτερη παιδεία και περισσότερη ανθρωπιστική μόρφωση, για να
μάθουν πρώτα να σέβονται τον ίδιο τους τον εαυτό, ώστε να μπορέσουν
αργότερα με τα δικά τους αποθέματα να σεβαστούν κι εμάς, αφού
στη θέση τη δική μας είναι σίγουρο, πως κάποια στιγμή θα έλθουν….
Κι ενώ έκανα αυτές τις
σκέψεις ξαφνικά ένοιωσα πίσω μου δυο
μικρά χεράκια να μ’ αγκαλιάζουν και μια φωνούλα
να μου λέει:
«Παππού σ’ αγαπώ πολύ, γιατί είσαι ο καλύτερος παππούς του κόσμου».
Γύρισα κι αντίκρισα την
πεντάχρονη εγγονούλα
μου, που ήταν μαζί με το δίχρονο αδελφάκι της.
Αφού χόρτασαν παιχνίδι και κουράστηκαν ήλθαν
και κάθισαν κοντά μου, πλησίαζε η ώρα για αναχώρηση.
Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα αν ήμουν ο καλύτερος παππούς του κόσμου, άλλωστε θα ήταν υπερβολή αν ισχυριζόμουν κάτι τέτοιο, σίγουρα όμως ένοιωθα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου !.....
Γυρίζοντας στο σπίτι, εκείνο το βράδυ
είχα χάσει κι εγώ τον ύπνο μου, από τη μια σκεπτόμουν τα δυο γεροντάκια του πάρκου κι από την άλλη τις
παλιές-καλές εκείνες εποχές, όταν το σπίτι χωρούσε και τον παππού και
τη γιαγιά……
Το πρώτο χέρι που άγγιζε το μέτωπο κι έδιωχνε
τον εφιάλτη του παιδικού ύπνου ήταν της γιαγιάς. Η ψυχή του κάθε
σπιτιού, η πιο ζεστή αγκαλιά μετά τη μητρική. Εκείνη που το πρωί ξυπνούσε πρώτη και πλάγιαζε τελευταία, και στο τραπέζι καθόταν άκρη-άκρη στην καρέκλα, για να’ ναι έτοιμη να
πεταχτεί στην κουζίνα, μην λείψει τίποτε. Τυχερά τα σπίτια που είχαν και παππού να παίζει με τα αγόρια.
Οι
παππούδες κι οι γιαγιές
ήταν η προσωποποίηση της γαλήνης και της πείρας, το καταφύγιο κάθε
σκανταλιάς. Οι μόνοι που μπορούσαν να γλιτώσουν τα εγγόνια από την τιμωρία
των γονιών. Τα εγγόνια είναι «δυο φορές παιδιά»,
δυο φορές αγαπημένα.
Στα χρόνια που κυλούσαν αυτοί ήταν οι
θεματοφύλακες
του σπιτιού. Κι όταν ήρθαν τα δύσκολα,
ο πόλεμος, η πείνα, αυτοί ήταν που έδεναν την οικογένεια, έδιναν κουράγιο
στον πατέρα
που έτρεχε να βρει φαγώσιμα για τα παιδιά και φάρμακα όταν οι
αρρώστιες χτυπούσαν την πόρτα.
Τι να πεις στα σημερινά παιδιά, για εκείνα τα παιδιά που έπαιζαν στους χωματένιους δρόμους και στις
αλάνες της γειτονιάς, τότε που περνούσε ένα αυτοκίνητο την ημέρα…..
Εκείνα τα παιδιά της επαρχίας, που ποτέ γι’ αυτά δεν
υπήρχε χρόνος για διακοπές και ξεκούραση, ακόμη και τα καλοκαίρια που στο
σχολείο σταματούσαν τα μαθήματα, εκείνα ολημερίς ακολουθούσαν
τους
γονείς τους στα χωράφια και στις δουλειές.
Μόνο τα Σαββατοκύριακα αν έβρισκαν λίγο χρόνο και τα χρήματα
φυσικά, που ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν, πήγαιναν κινηματογράφο στο
«ΙΝΤΕΑΛ»
ή στο
«Ελληνίς».
Έτρωγαν παγωτό ξυλάκι και η ζακέτα, καλοσιδερωμένη, να κρέμεται στο
μπράτσο για την ψύχρα. Τι συντροφιά, Θεέ μου!
Αυτές οι ευωδιές από το γιασεμί, τις μπουκαμβίλιες και τα γαρίφαλα!
Θυμάμαι το σπιτάκι μας. Ένα ισόγειο χαμηλό κτίσμα δυο δωματιάκια όλο κι όλο,
κατασκευασμένο από καδρόνια, καλάμια και πηλό, που τα καλοκαίρια οι
δυο μουριές της αυλής, ο κισσός και η μπουκαμβίλια, σαν επιχρίσματα
κάλυπταν τις πλευρές του, το έκρυβαν και το έκαναν αόρατο. Τα μόνα που
διέκρινες ήταν τα πράσινα ξύλινα πορτοπαράθυρα. Κι όμως εκείνο το σπιτάκι ήταν αρκετό για να φιλοξενήσει όχι μόνο τη δεκαμελή οικογένειά
μας, αλλά όταν χρειαζόταν, κι αρκετούς από τους φίλους και
συγγενείς.
Η μάνα μου συχνά έλεγε:
«
Όλοι οι καλοί χωράνε!
».
Ήταν μια καλοσυνάτη, απλοϊκή γυναίκα, που επάνω της
διέκρινες μια παιδική αφέλεια. Εμένα μου άρεσε να την πειράζω: «
Χριστιανή μου
» της έλεγα, τι τα ήθελες τόσα παιδιά; Μέχρι
τα έξι δικαιολογείσαι, αφού πήγαινες γι’ αγόρι, κι έκανες
πέντε κορίτσια στη σειρά…. Όταν όμως το έκτο, είδες πως ήταν αγόρι και
μάλιστα πρώτο πράμα! Τι τους ήθελες τους άλλους από πίσω; Να μου μοιράσουν τα λιγοστά χωράφια που έχουμε; Τι σόι κληρονόμο
περίμενες;
Και τότε αυτή μ’ ένα πλατύ χαμόγελο γεμάτο
ικανοποίηση μου απαντούσε. Τους ήθελα για τον ίδιο λόγο που ήθελα κι εσένα. Έπειτα τί να τα κάνεις εσύ τα παληοχώραφα; Αυτά είναι παιδεμός! Δε βλέπεις την κατάντια μας ; Εσύ αγόρι μου τα παίρνεις τα γράμματα, θα σπουδάσεις και θα βοηθήσεις και τις αδελφές σου να παντρευτούν
!
Αν μάνα της έλεγα, οι αδελφές
μου περιμένουν βοήθεια από μένα, σίγουρα θα μείνουν στο
«ράφι».
Η
μεγάλη μου αδελφή τότε ήταν κόρη της παντρειάς
κι εγώ ήμουν παιδάκι της τρίτης Δημοτικού…..
Τώρα στους ίδιους δρόμους της
γειτονιάς-ασφαλτοστρωμένους πια- περνούν επιθετικά τα αυτοκίνητα, με τους
ανθρώπους μέσα παγιδευμένους. Και το περίεργο είναι ότι τους αρέσει και
καμαρώνουν. Οι κινηματογράφοι το «Παλλάς», Το «Ριάλτο» και το «Ιντεάλ»
έγιναν πολυκατοικίες. Η μοναξιά, γι’ αυτή που έγραψαν οι
τραβαδούροι της εποχής, ήρθε πολύ αργότερα, για να εγκατασταθεί στις άδειες
μας καρδιές.
Το κρύο έρχεται από μέσα μας, τώρα που το σπίτι δεν χωρά πια τον παραδοσιακό παππού και τη γιαγιά.
Γιατί οι σημερινοί παππούδες και γιαγιάδες
είναι νέοι κι έχουν δικαιώματα στη ζωή και δεν θέλουν υποχρεώσεις, θέλουν
λένε την ανεξαρτησία τους. Δίνουν χρήματα για τα εγγόνια, αλλά όχι χρόνο οι
περισσότεροι, κι όμως τα παιδιά έχουν περισσότερο ανάγκη τη στοργή και την
αγάπη μας και λιγότερο τα δώρα μας.
Ως πότε όμως θα τρεφόμαστε με τις αναμνήσεις; ως πότε ένα φωτισμένο κλειστό παραθυρόφυλλο θα φέρνει χτυποκάρδι,
γιατί εκεί πίσω από τις γρίλιες, κάποτε, ήταν ο κόσμος μας, που χάσαμε.
Όσο αδειάζουν οι καρδιές μας τόσο γεμίζουμε το σπίτι μας με παλιά αντικείμενα. Κι όσο φεύγουν κι απομακρύνονται οι άνθρωποι που κάποτε
γέμιζαν τους τέσσερις τοίχους με γέλια, τραγούδια ή παράπονα, τόσο
πληθαίνουν τα χαμογελαστά πρόσωπα μέσα στις κορνίζες…..
Ένα διήγημα του Ανδρέα Μουντούρη
(Συνταξιούχος εφοριακός-συγγραφέας)
E
-
mail
:
a.moudouris
@
gmail.com
Αναρτήθηκε από
ROMIANEWS
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου