Τώρα, που είναι κάπως γερασμένοι, πιο μόνοι, πιο σκυφτοί και πιο ευσυγκίνητοι,
μήπως είναι η δική μας σειρά να τους πούμε:
«Να σου δώσω ένα φιλάκι, να περάσει;»

Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Η Σκληρή Μοίρα των Γηρατειών

«Σου έχω εδώ παραδείγματα και λόγια σοφά πολύπειρων ανθρώπων, γερόντων που χαίρονται τα χρόνια τους και δεν μαραζώνουν στο περιθώριο ακίνητοι και συννεφιασμένοι, παραδομένοι στις μαύρες σκέψεις τους.»
Γράφει ο Γιάννης Τριάντης

Αγαπητέ Σταύρο, Πριν από μήνες μου είπες ότι συχνά τώρα τελευταία δεν μπορείς να κάνεις ανάκληση. Βλέπεις πρόσωπα, δηλαδή, και δεν μπορείς να θυμηθείς ποια είναι. 
«Γεράσαμε, φίλε, κι αυτό με διαολίζει» συμπλήρωσες με ελεγχόμενη πικρία.
Όμως δεν έδωσα σημασία. Είχα την αίσθηση ότι αυτό δεν με αγγίζει, παρότι βρίσκομαι κοντά στην ηλικία σου.
Βαυκαλιζόμουνα με την ιδέα ότι σε μένα λειτουργεί το άτρωτον της νεότητος. 
Μέχρι που ένα βράδυ είδα στην τηλεόραση την αγαπημένη Ελεν Μίρεν και δεν μπορούσα να θυμηθώ το όνομά της…
Προς Θεού! Δεν βρισκόμαστε ακόμη στη θέση των γερόντων που αναφέρει ο Καβάφης. 
Δηλαδή παλιά, φθαρμένα σώματα όπως του γέρου που κάθεται μόνος «στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος», σκυμμένος στο τραπέζι με την εφημερίδα εμπρός του.

Όμως, τι τα θες; Είναι αδύνατο να ξεφύγεις από αυτήν τη βασανιστική αλογόμυγα, την ιδέα των γηρατειών. Έχει δίκιο ο Γούντι Αλεν που είπε κάποτε: «Τα γηρατειά μού έχουν γίνει εμμονή. Το γεγονός ότι μεγαλώνεις μαζί με τον φόβο του θανάτου έρχεται απρόσκλητα στη ζωή σου».

Υπάρχει κάτι χειρότερο, βέβαια, από τον αρχέγονο αυτόν φόβο: να πεθαίνεις ξάφνου ένα πρωί λησμονημένος στο γηροκομείο, χτυπημένος από τον καύσωνα ή τον διαβολικό ιό που μας ταλανίζει
(ρεκόρ στη Γαλλία από θανάτους ηλικιωμένων το 2003 με τις μεγάλες ζέστες, όπως και τώρα με την επιδημία).
Κι εκείνο που συνέβη στην Ισπανία πού το πας; 
Βγήκαν στον δρόμο οι κάτοικοι μιας κωμόπολης για να εμποδίσουν την εγκατάσταση ηλικιωμένων στα μέρη τους. Φοβήθηκαν ότι οι γέροι θα σπείρουν τον κορωνοϊό. Φαντάσου την πίκρα και τη θλίψη των γερόντων βλέποντας αυτές τις αντιδράσεις.

Όμως δεν σου γράφω για να σου κάνω την καρδιά περιβόλι. Κάθε άλλο. Σου έχω εδώ παραδείγματα και λόγια σοφά πολύπειρων ανθρώπων, γερόντων που χαίρονται τα χρόνια τους και δεν μαραζώνουν στο περιθώριο ακίνητοι και συννεφιασμένοι, παραδομένοι στις μαύρες σκέψεις τους.

Πρώτος, ο Εντγκάρ Μορέν. 
Που σε βαθιά γεράματα συνεχίζει διαυγής και χαλκέντερος να γράφει, να ονειρεύεται μια άλλη κοινωνία και να είναι αισιόδοξος. Ενα κράμα παραδοσιακών αξιών και αριστερού ριζοσπαστισμού η ταυτότητά του. Φωτεινό παράδειγμα, φίλε μου.
Αμ ο άλλος; Ο Κενζαμπούρο Οε; 
Όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει παθητικά το μόρσιμον ήμαρ ο Γιαπωνέζος νομπελίστας, αλλά ξιφουλκεί εναντίον του κατεστημένου, των πολεμοκάπηλων και των εκδικητικών πολέμων.
Άκου τι λέει αξιοποιώντας μια σκέψη του Τόμας Ελιοτ:
«Πιστεύω πως δεν πρέπει να περιμένουμε από έναν γέρο άνθρωπο σοφία, αλλά αντιθέτως τρέλα απέναντι στον κοινό νου, ένα είδος ασέβειας απέναντι στο κατεστημένο». 
Αυτά από τον υπέργηρο Ιάπωνα. Αλλά για το τέλος σου ’χω το καλύτερο, Σταύρο.
Για τους «Γερόντους» του Γιάννη Ρίτσου, λέω. 

Ήταν «λιγνοί χοντροκόκκαλοι μ’ άσπρα μουστάκια», εκεί, στη Μακρόνησο, όπου «ο θάνατος έκοβε βόλτες αμίλητος έξω απ’ το συρματόπλεγμα». 
Για κείνους, λοιπόν, τους γέροντες που έσφυζαν από ζωή και δεν λογάριαζαν τον θάνατο:
«Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη/ ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη/ κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους/ που δεν σηκώνει τ’ άδικο/ Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο/ στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα/ σαν πέτρινα λιοντάρια στην μπασιά της νύχτας/ με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα/ Δε μιλάνε»…

Πηγή
πηγή της πηγής: exintaplus

Γιάννης Ρίτσος — Οι Γερόντοι

Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε το παρακάτω ποίημα από τα βιώματα της εξορίας. Μελοποιήθηκε το 1976 από τον Θάνο Μικρούτσικο στο δίσκο «Καντάτα για τη Μακρόνησο» και ερμηνεύθηκε από τη Μαρία Δημητριάδη. 
Στο βίντεο μπορείτε να δείτε κάποιες από τις φωτογραφίες του ποιητή στην εξορία καθώς και στιγμιότυπα από τη ζωή των εξορίστων.
15 σκίτσα του Γιάννη Ρίτσου από την εξορία
Κάθε τόσο μας έρχονται καινούριες καραβιές γερόντοι
απ το Μοριά, απ’ τη Ρούμελη
Και πιο πάνω απ
 τα Τρίκαλα και τη Μακεδονία
Λιγνοί γερόντοι χοντροκόκκαλοι μ’ άσπρα μουστάκια και φλοκάτες
Μυρίζουν σβουνιά και χωράφι
Μέσα στα μάτια τους βελάζουν τα πρόβατα του απόβραδου
Στα τσουλούφια τους κρέμονται οι σκιές των πλατανόφυλλων

Μιλάνε λίγο δεν μιλάνε καθόλου ωστόσο πότε πότε το βλέπεις
Πούχουν συμπεθεριάσει με τα ελάτια
Μια στιγμή που σηκώνουν τα μάτια απ το χώμα
Και τηράνε πίσω απ τους ώμους μας
Όταν γαλανίζει το βράδυ τις τέντες
Κι ο αγέρας μπλέκει τα μουστάκια του στο θυμάρι
Όταν ο ουρανός κατεβαίνει απ
 τα βράχια
Δρασκελώντας τη θύμηση με τις προκαδούρες των άστρων
κι ο θάνατος κόβει βόλτες αμίλητος έξω απ
 το συρματόπλεγμα,
τότες τους βλέπουμε που συνάζονται τρεις-τρεις, πέντε-πέντε,
σα στα παλιά τα χρόνια στις μπαρουταποθήκες του Μεσολογγιού

Και τότες πια δεν ξέρεις- έτσι συναγμένοι στον αυλόγυρο της βραδιάς
αξούριστοι, άλαλοι,
δεν ξέρεις πια, σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους,
αν είναι ν’ ανάψουν το τσιγάρο τους
ή αν είναι ν’ ανάψουν το φιτίλι του δυναμίτη.

Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε.
Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί.
Ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό
σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι.

Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη,
ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη,
κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους
που δε σηκώνει τ’ άδικο
Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο
στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα,
σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας,
με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα. Δε μιλάνε.

Κοιτάνε πέρα την αντιφεγγιά της Αθήνας,
κοιτάνε τον ποταμό του Ιορδάνη,
σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους,
σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων,
σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή,
εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν απ’ τ’ αστροπελέκι.