Τώρα, που είναι κάπως γερασμένοι, πιο μόνοι, πιο σκυφτοί και πιο ευσυγκίνητοι,
μήπως είναι η δική μας σειρά να τους πούμε:
«Να σου δώσω ένα φιλάκι, να περάσει;»

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2020

Το πιο φθηνό φάρμακο για τον εγκέφαλο και τη μακροζωία…

Το να έχει ο άνθρωπος ένα σταθερό σκοπό στη ζωή του, μπορεί να τον προστατεύσει καλύτερα από την άνοια και το Αλτσχάιμερ όσο περνάνε τα χρόνια, σύμφωνα με μία νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα, που δείχνει ότι οι ηλικιωμένοι πρέπει να μην έχουν απάθεια και κατάθλιψη, αλλά, αντίθετα, να αισθάνονται ότι ζουν για κάποιο σκοπό.

Οι ερευνητές, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο ψυχιατρικό περιοδικό “Archives of General Psychiatry” του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου, διαπίστωσαν ότι, για κάποιο λόγο, όσοι άνθρωποι αισθάνονται περισσότερο από τους άλλους ότι έχουν ένα σκοπό στη ζωή τους, είναι αυτοί που, ακόμα κι αν έχουν στον εγκέφαλό τους τα φυσικά σημάδια της άνοιας και του Αλτσχάιμερ, τα καταφέρνουν καλύτερα να μην επηρεάζονται αρνητικά από αυτά, όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο.

Οι ερευνητές μελέτησαν τα τεστ που είχαν δοθεί σε περίπου 250 ηλικιωμένους, οι οποίοι αργότερα πέθαναν και οι εγκέφαλοί τους ελέγχθηκαν μέσω νεκροψίας για να διαπιστωθεί σε ποιό βαθμό ήταν προχωρημένη η εξάπλωση των σημαδιών της άνοιας. Προτού οι συμμετέχοντες πεθάνουν, οι ερευνητές τους είχαν ζητήσει να προσδιορίσουν κατά πόσο αισθάνονται ότι έχουν ένα σκοπό στη ζωή τους και αν βρίσκουν συγκεκριμένο νόημα σε αυτήν. Η ύπαρξη στόχου θεωρείται από τους ψυχολόγους δείκτης ψυχικής υγείας και ικανοποίησης στην προσωπική ζωή.

Έδωσαν ένα ψυχολογικό τεστ στους ηλικιωμένους από το οποίο αξιολόγησαν σε ποιο βαθμό οι τελευταίοι όντως αισθάνονταν ότι ζουν για κάποιο σκοπό. Η μεταθανάτια μελέτη του εγκεφάλου των ατόμων αυτών επέτρεψε στους επιστήμονες να συσχετίσουν το ψυχικό βίωμα καθενός, όσον αφορά το σκοπό και την αξία της ζωής του, με την μεταθανάτια κατάσταση του εγκεφάλου του.

Όπως διαπιστώθηκε, ακόμα και ανάμεσα σε εκείνους τους ηλικιωμένους που είχαν πολλά σημάδια άνοιας (τις χαρακτηριστικές «πλάκες» που προκαλούν το θάνατο των νευρωνικών εγκεφαλικών κυττάρων), όσοι, όσο ζούσαν, αισθάνονταν ότι είχαν ένα σκοπό, ήσαν αυτοί που επηρεάζονταν λιγότερο αρνητικά από την πρόοδο της νευροεκφυλιστικής νόσου και τη σταδιακή έκπτωση των νοητικών λειτουργιών τους.

Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι, κατά μέσο όρο, τα άτομα μ’ ένα σκοπό στη ζωή τους είχαν περίπου 30% βραδύτερη επιδείνωση των νοητικών λειτουργιών τους σε σχέση με όσους σε μικρό μόνο βαθμό θεωρούσαν ότι ζούσαν για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Δεν είναι ακόμα σαφές για ποιό λόγο και μέσα από ποιο βιολογικό μηχανισμό ο σκοπός στη ζωή συσχετίζεται με την καλύτερη υγεία του εγκεφάλου στα γεράματα. Εξάλλου, από την μελέτη προκύπτει ότι οι πιο μορφωμένοι φαίνεται να είναι πιο ικανοί στο να επιβραδύνουν την άνοια.

real.gr

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

Όταν το σπίτι χωρούσε και τον παππού και τη γιαγιά…

Είχα πάρει μια μέρα τα δυο μου εγγονάκια και τα πήγα μια βόλτα στο δημοτικό πάρκο να παίξουν.  Κάπου εκεί σε μια γωνιά, ανάμεσα στις συστάδες των δέντρων, κάθισα σ’ ένα παγκάκι κι άρχισα να διαβάζω την εφημερίδα μου, προσέχοντας συγχρόνως και τα παιδιά που έπαιζαν.
Στο διπλανό παγκάκι κάθονταν δυο συμπαθητικά γεροντάκια, που με την πρώτη ματιά, σου έδιναν την εντύπωση μοναχικών κι ανήμπορων ανθρώπων. Συζητούσαν μεταξύ τους συνέχεια, και μάλιστα με τέτοιο πάθος κι ένταση, λες κι ήταν σκασμένοι για κουβέντα, λες κι είχαν να μιλήσουν χρόνια. Συζητούσαν κι έλεγαν τα παράπονά τους, για τα χρόνια που πέρασαν, για τη μοναξιά του σήμερα, για το αύριο που μπορεί να είναι χειρότερο του χθες.....
      Δεν ήθελα να γίνομαι αδιάκριτος, αλλά κάθονταν τόσο κοντά μου, που ακόμη και να μην ήθελα, μπορούσα ν’ ακούω όλα  εκείνα που έλεγαν :
       «Ένας πατέρας μπορεί να μεγαλώσει και να συντηρήσει  δέκα ή ακόμη και δέκα πέντε παιδιά, αν χρειασθεί, όμως δέκα πέντε παιδιά δε μπορούν  να συντηρήσουν έναν πατέρα». 
         Έχω πέντε παιδιά κι οκτώ εγγόνια, συνέχισε να λέει ο ένας από τους δυο, και πάνε τώρα πέντε μήνες και κανένα από αυτά δεν ήλθε να μ’ ανοίξει την πόρτα. Δεν λέω, με παίρνουν καθημερινά στο  τηλέφωνο και με ρωτούν τι κάνω, αλλά εγώ ήθελα να έρθουν να τους δω και να σφίξω στην αγκαλιά μου τα εγγονάκια μου, που τόσο επιθύμησα !
          Δεν ζητώ να με  συντηρήσουν , ούτε να μου φέρουν κάτι,  «δοξασμένος ο Θεός!» έχω τη  συνταξούλα  μου, παίρνω εξακόσια ευρώ το μήνα, μου φθάνουν και μου περισσεύουν, άλλωστε,  πού να τα χαλάσω;
        Λίγο σπανακόρυζο το μεσημέρι, ένα γιαουρτάκι με δύο τοις εκατό λιπαρά το βράδυ, μου είναι αρκετά, άντε να πληρώσω ακόμη τα κοινόχρηστα και τη συμμετοχή μου στα φάρμακα, θέλω σου λέω, μόνο  να έρχονται και να τους βλέπω, δεν αντέχεται η μοναξιά !

 — Δεν είσαι ο μόνος που νοιώθει έτσι φίλε μου, του απαντά ο άλλος.  

Κι εγώ από τότε που έχασα την γυναίκα μου, καθημερινά βιώνω τη σκληρή μοναξιά! Τα βράδια ο ύπνος αργεί να με πάρει, μόνος μου στριφογυρίζω στους τέσσερις άδειους τοίχους, κοιτάζω τα παλιά αντικείμενα, τις φωτογραφίες, τα έπιπλα και μιλάω με τα φαντάσματα….
        Κάπου-κάπου ανοίγω την τηλεόραση, ν’ απασχολήσω λίγο την σκέψη μου μήπως και ξεχάσω, αλλά δυστυχώς τίποτα δεν μπορεί ν’ αναπληρώσει την απουσία των αγαπημένων μου προσώπων…..

         Είχα αφήσει την εφημερίδα μου στην άκρη, χωρίς να την διαβάσω, κι άκουγα τα δυο γεροντάκια που μιλούσαν. Ειλικρινά, ψυχοπλακώθηκα με όλα εκείνα που τους πλήγωναν. Αναρωτιόμουν μέσα μου κι έλεγα:  Γιατί γίναμε έτσι οι άνθρωποι;
        Αδιάφοροι, μονόχνοτοι, κλειστήκαμε στο καβούκι μας και χάσαμε κάθε ανθρώπινη επαφή. Νοιαζόμαστε διαρκώς για το μέλλον μας και κυρίως για το μέλλον των παιδιών μας και δεν απολαμβάνουμε το σήμερα, δε χαιρόμαστε την κάθε του στιγμή.
         Μήπως, πρέπει να φροντίσουμε να δοθεί στα παιδιά μας καλύτερη παιδεία και περισσότερη ανθρωπιστική μόρφωση, για να μάθουν πρώτα να σέβονται τον ίδιο τους τον εαυτό,  ώστε να μπορέσουν αργότερα με τα δικά τους αποθέματα να σεβαστούν κι εμάς, αφού στη θέση τη δική μας είναι σίγουρο, πως κάποια στιγμή θα έλθουν….
Κι ενώ έκανα αυτές τις σκέψεις ξαφνικά ένοιωσα πίσω μου δυο  μικρά χεράκια να μ’ αγκαλιάζουν και μια φωνούλα  να μου λέει: «Παππού σ’ αγαπώ πολύ, γιατί είσαι ο καλύτερος παππούς του κόσμου». Γύρισα κι αντίκρισα την  πεντάχρονη εγγονούλα  μου, που ήταν μαζί με το δίχρονο αδελφάκι της.
        Αφού χόρτασαν παιχνίδι και κουράστηκαν ήλθαν και κάθισαν κοντά μου, πλησίαζε η ώρα για αναχώρηση.
        Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα αν ήμουν ο καλύτερος παππούς του κόσμου, άλλωστε θα ήταν υπερβολή αν ισχυριζόμουν κάτι τέτοιο, σίγουρα όμως ένοιωθα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου !.....

         Γυρίζοντας στο σπίτι, εκείνο το βράδυ είχα χάσει κι εγώ τον ύπνο μου, από τη μια σκεπτόμουν τα δυο γεροντάκια του πάρκου κι από την άλλη τις  παλιές-καλές εκείνες εποχές, όταν το σπίτι χωρούσε και τον παππού και τη γιαγιά……
        Το πρώτο χέρι που άγγιζε το μέτωπο κι έδιωχνε τον εφιάλτη του παιδικού ύπνου ήταν της γιαγιάς. Η ψυχή του κάθε σπιτιού, η πιο ζεστή αγκαλιά μετά τη μητρική. Εκείνη που το πρωί ξυπνούσε πρώτη και πλάγιαζε τελευταία, και στο τραπέζι καθόταν άκρη-άκρη στην καρέκλα, για να’ ναι έτοιμη να πεταχτεί στην κουζίνα, μην λείψει τίποτε. Τυχερά τα σπίτια που είχαν και παππού να παίζει με τα αγόρια.

        Οι  παππούδες κι οι γιαγιές  ήταν η προσωποποίηση της γαλήνης και της πείρας, το καταφύγιο κάθε σκανταλιάς. Οι μόνοι που μπορούσαν να γλιτώσουν τα εγγόνια από την τιμωρία των γονιών. Τα εγγόνια είναι «δυο φορές παιδιά», δυο φορές αγαπημένα.  Στα χρόνια που κυλούσαν αυτοί ήταν οι  θεματοφύλακες  του σπιτιού. Κι όταν ήρθαν τα δύσκολα,  ο πόλεμος, η πείνα, αυτοί ήταν που έδεναν την οικογένεια, έδιναν κουράγιο στον πατέρα  που έτρεχε να βρει φαγώσιμα για τα παιδιά και φάρμακα όταν οι αρρώστιες χτυπούσαν την πόρτα.
Τι να πεις στα σημερινά παιδιά,  για εκείνα τα παιδιά που έπαιζαν στους χωματένιους δρόμους και στις αλάνες της γειτονιάς, τότε που περνούσε ένα αυτοκίνητο την ημέρα…..
     Εκείνα τα παιδιά της επαρχίας, που ποτέ γι’ αυτά δεν υπήρχε χρόνος για διακοπές και ξεκούραση, ακόμη και τα καλοκαίρια που στο σχολείο σταματούσαν τα μαθήματα, εκείνα ολημερίς ακολουθούσαν τους  γονείς τους στα χωράφια και στις δουλειές.  Μόνο τα Σαββατοκύριακα αν έβρισκαν λίγο χρόνο και τα χρήματα φυσικά, που ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν, πήγαιναν κινηματογράφο στο «ΙΝΤΕΑΛ» ή στο «Ελληνίς». Έτρωγαν παγωτό ξυλάκι και η ζακέτα, καλοσιδερωμένη, να κρέμεται στο μπράτσο για την ψύχρα. Τι συντροφιά, Θεέ μου!  Αυτές οι ευωδιές από το γιασεμί, τις μπουκαμβίλιες και τα γαρίφαλα!  

              Θυμάμαι το σπιτάκι μας. Ένα ισόγειο χαμηλό κτίσμα δυο δωματιάκια όλο κι όλο,  κατασκευασμένο από καδρόνια, καλάμια και πηλό, που τα καλοκαίρια οι δυο μουριές της αυλής, ο κισσός και η μπουκαμβίλια, σαν επιχρίσματα κάλυπταν τις πλευρές του, το έκρυβαν και το έκαναν αόρατο. Τα μόνα που διέκρινες ήταν τα πράσινα ξύλινα πορτοπαράθυρα. Κι όμως εκείνο το σπιτάκι ήταν αρκετό για να φιλοξενήσει όχι μόνο τη δεκαμελή οικογένειά μας, αλλά όταν χρειαζόταν, κι αρκετούς από τους φίλους και συγγενείς.
       Η μάνα μου συχνά έλεγε: « Όλοι οι καλοί χωράνε! ».

      Ήταν μια καλοσυνάτη, απλοϊκή γυναίκα, που επάνω της διέκρινες μια παιδική αφέλεια. Εμένα μου άρεσε να την πειράζω:  « Χριστιανή μου » της έλεγα, τι τα ήθελες τόσα παιδιά; Μέχρι τα έξι δικαιολογείσαι, αφού πήγαινες γι’ αγόρι, κι έκανες πέντε κορίτσια στη σειρά…. Όταν όμως το έκτο, είδες πως ήταν αγόρι και μάλιστα πρώτο πράμα! Τι τους ήθελες τους άλλους από πίσω; Να μου μοιράσουν τα λιγοστά χωράφια που έχουμε; Τι σόι κληρονόμο περίμενες; 
       Και τότε αυτή μ’ ένα πλατύ χαμόγελο γεμάτο ικανοποίηση  μου απαντούσε. Τους ήθελα για τον ίδιο λόγο που ήθελα κι εσένα. Έπειτα τί να τα κάνεις εσύ τα παληοχώραφα; Αυτά είναι παιδεμός! Δε βλέπεις την κατάντια μας ; Εσύ αγόρι μου τα παίρνεις τα γράμματα, θα σπουδάσεις και θα βοηθήσεις και τις αδελφές σου να παντρευτούν !
            Αν μάνα της έλεγα, οι αδελφές μου περιμένουν βοήθεια από μένα, σίγουρα θα μείνουν στο «ράφι». Η  μεγάλη μου αδελφή τότε ήταν κόρη της παντρειάς  κι εγώ ήμουν παιδάκι της τρίτης Δημοτικού…..

      Τώρα στους ίδιους δρόμους της γειτονιάς-ασφαλτοστρωμένους πια- περνούν επιθετικά τα αυτοκίνητα, με τους ανθρώπους μέσα παγιδευμένους. Και το περίεργο είναι ότι τους αρέσει και καμαρώνουν. Οι κινηματογράφοι το «Παλλάς», Το «Ριάλτο» και το «Ιντεάλ» έγιναν πολυκατοικίες. Η μοναξιά, γι’ αυτή που έγραψαν οι τραβαδούροι της εποχής, ήρθε πολύ αργότερα, για να εγκατασταθεί στις άδειες μας καρδιές.
Το κρύο έρχεται από μέσα μας, τώρα που το σπίτι δεν χωρά πια τον παραδοσιακό παππού και τη γιαγιά.    
        Γιατί οι σημερινοί παππούδες και γιαγιάδες είναι νέοι κι έχουν δικαιώματα στη ζωή και δεν θέλουν υποχρεώσεις, θέλουν λένε την ανεξαρτησία τους. Δίνουν χρήματα για τα εγγόνια, αλλά όχι χρόνο οι περισσότεροι, κι όμως τα παιδιά έχουν περισσότερο ανάγκη τη στοργή και την αγάπη μας και λιγότερο τα δώρα μας.
        Ως πότε όμως θα τρεφόμαστε με τις αναμνήσεις; ως πότε ένα φωτισμένο κλειστό παραθυρόφυλλο θα φέρνει χτυποκάρδι, γιατί εκεί πίσω από τις γρίλιες, κάποτε, ήταν ο κόσμος μας, που χάσαμε.
        Όσο αδειάζουν οι καρδιές μας τόσο γεμίζουμε το σπίτι μας με παλιά αντικείμενα. Κι όσο φεύγουν κι απομακρύνονται οι άνθρωποι που κάποτε  γέμιζαν τους τέσσερις τοίχους με γέλια, τραγούδια ή παράπονα, τόσο πληθαίνουν τα χαμογελαστά πρόσωπα μέσα στις κορνίζες….. 

Ένα διήγημα του Ανδρέα Μουντούρη 
(Συνταξιούχος εφοριακός-συγγραφέας) 
E - mail :   a.moudouris @ gmail.com
Αναρτήθηκε από ROMIANEWS

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020

Μαθήματα ευτυχίας από μια 83χρονη

Υπάρχουν, πάντα άνθρωποι που μπορούν να μας δώσουν μια μικρή γεύση από τη “σοφία” τους. Όπως στην περίπτωση του γράμματος μιας 83χρονης γυναίκας, η οποία μάς δίνει μαθήματα ζωής…

 Γράφει σε μια φίλη της…

«Αγαπημένη μου φίλη,

Διαβάζω περισσότερο και ξεσκονίζω λιγότερο. Κάθομαι στην αυλή και θαυμάζω τη θέα χωρίς να τρελαίνομαι με τα αγριόχορτα που πάλι βγήκαν στον κήπο. Περνάω περισσότερο χρόνο με την οικογένεια και τους φίλους μου και λιγότερο κάνοντας δουλειές.

Όποτε είναι δυνατό, πρέπει να βλέπουμε τη ζωή σαν ένα σύνολο εμπειριών που πρέπει να απολαύσουμε, όχι να υπομείνουμε. Προσπαθώ να εντοπίσω αυτές τις στιγμές πια και να τις εκτιμήσω.

Δεν “φυλάω” τίποτα. Χρησιμοποιώ το καλό, πορσελάνινο σερβίτσιο για οποιαδήποτε μικρή “ειδική” περίσταση παρουσιαστεί.

Φοράω την καλή μου ζακέτα όταν πηγαίνω για ψώνια.

Δεν κρατάω το ακριβό μου άρωμα για επίσημες συγκεντρώσεις, αλλά το φοράω για τους ταμίες στην τράπεζα και τους υπαλλήλους των καταστημάτων.

Οι φράσεις “κάποτε” ή “μια απ’ αυτές τις μέρες” χάνουν το νόημά τους για ‘μένα. Αν αξίζει να δω, ν’ ακούσω ή να κάνω κάτι, θέλω να το δω, να το ακούσω και να το κάνω τώρα.

Δεν ξέρω τι θα έκαναν οι άνθρωποι αν ήξεραν ότι δεν θα βρίσκονται εδώ αύριο. Πιστεύω ότι θα καλούσαν τους συγγενείς και τους φίλους τους. Ίσως να τηλεφωνούσαν σε μερικού φίλους για να απολογηθούν για παρελθοντικές φιλονικίες. Μ’ αρέσει να σκέφτομαι ότι θα έβγαιναν για να φάνε στο αγαπημένο τους εστιατόριο. Μαντεύω… δεν ξέρω.

Είναι όλα αυτά τα μικρά, μισοτελειωμένα πράγματα που θα με θύμωναν αν ήξερα ότι οι ώρες μου είναι μετρημένες. Θα θύμωνα, επειδή δεν έγραψα τα γράμματα που θα ‘πρεπε να έχω γράψει. Θα θύμωνα επειδή δεν είπα αρκετά στον άντρα και τους γονείς μου πόσο τους αγαπώ.

Προσπαθώ πολύ σκληρά να μην αναβάλω, φυλάξω ή κρατήσω πίσω οτιδήποτε μπορεί να φέρει γέλιο και λάμψη στη ζωή μου.

Και κάθε πρωί, όταν ανοίγω τα μάτια μου, λέω στον εαυτό μου ότι η μέρα που έρχεται είναι μοναδική. Κάθε μέρα, κάθε λεπτό, κάθε ανάσα είναι ένα αληθινό δώρο Θεού.

Ίσως η ζωή μας εξελίχθηκε πολύ διαφορετικά απ’ αυτό που είχαμε θελήσει. Όσο όμως είμαστε εδώ, μπορούμε να χορεύουμε!»

Από τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή

klik.gr